-
1 ισόδρομος
-
2 ἰσόδρομος
-
3 ισοδρομος
2 и 31) бегущий наравне, не отстающий в беге(τινι Plat.; τινος Arst.)
2) равный по пробегаемому расстоянию -
4 ἰσόδρομος
ἰσό-δρομος, ον,A keeping pace with, τινι Pl.Ti. 38d, Ti.Locr.96e, Ph.1.469; τινος Arist.Mu. 399a8: abs., ἰ. μῆκος a course of equal length, AP7.212 (Mnasalc.).II ἡ ἰσοδρόμη Μήτηρ, i.e. Cybele, Str.9.5.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόδρομος
-
5 ἰσόδρομος
-
6 ισοδρόμους
-
7 ἰσοδρόμους
-
8 ισοδρόμων
-
9 ἰσοδρόμων
-
10 ισόδρομον
ἰσόδρομοςkeeping pace with: masc /fem acc sgἰσόδρομοςkeeping pace with: neut nom /voc /acc sg -
11 ἰσόδρομον
ἰσόδρομοςkeeping pace with: masc /fem acc sgἰσόδρομοςkeeping pace with: neut nom /voc /acc sg -
12 ισόδρομα
-
13 ἰσόδρομα
-
14 ισόδρομοι
-
15 ἰσόδρομοι
См. также в других словарях:
ισόδρομος — ἰσόδρομος, ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α) 1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον 2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» δρόμος τού ίδιου μήκους β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» η Κυβέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερό δρομος, νεό δρομος] … Dictionary of Greek
ἰσόδρομος — keeping pace with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδρόμους — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem acc pl ἰσοδρόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδρόμων — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem/neut gen pl ἰσοδρόμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόδρομον — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem acc sg ἰσόδρομος keeping pace with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόδρομα — ἰσόδρομος keeping pace with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόδρομοι — ἰσόδρομος keeping pace with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοδρομώ — ἰσοδρομῶ, έω (Α) [ισόδρομος] 1. τρέχω ίσα με άλλον 2. μτφ. συμφωνώ, συμβαδίζω με κάποιον 3. συνεργώ, συντρέχω … Dictionary of Greek
ԶՈՒԳԸՆԹԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 0750 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c ա. ἱσόδρομος cursu aequans συντρέχων concurrens գրի եւ զոյգընթաց. Զո՛յգ եւ հաւասար ընթացօղ ընդ այլում. ընթացակից. միաբան. անմեկնելի. *Արեգակն ʼի տարին (շրջաբերի. եւ սորա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)