-
1 ισχυρα
τά1) укрепленные места, недоступные (для неприятеля) точки Xen.2) сильные стороны, сила, мощь(τῆς πόλεως Aeschin.)
-
2 ἰσχυρᾷ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰσχυρᾷ
-
3 ἰσχυρὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰσχυρὰ
-
4 ἰσχυρά
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰσχυρά
-
5 βασις
1) ход, движение, хождение(ἀκταίνειν βάσιν Aesch.; κυνός, τροχῶν βάσεις Soph.; χορείας Arph.; ῥυθμῶν Plat.)
βάσιν οὐκ ἔχειν Soph. — не иметь возможности ходить2) шаг(παρ΄ ἑκάστην βάσιν Arst.)
3) переход, проход(βάσιν ἀσφαλῆ παρέχειν τινί Plut.)
4) поступь, походка(ἰσχυρά, νεανική Arst.)
5) стих. стопа Arst.6) нога, ступня Plat.; ноги(θηλύπους β. Eur.; αἱ βάσεις καὴ σφυρά NT.)
7) подставка, ножка(λεβήτων Polyb.)
8) основание(τριγώνων Plat.; κώνου Arst.; τραχήλου Plut.)
9) устойчивость(β. καὴ στάσις Plat.)
-
6 ιαμα
1) целительное средство, лекарство(ἤπια καὴ ἰσχυρὰ ἰήματα Her.; ἴ. καὴ φάρμακον πάθους τινός Plut.)
2) исцеление(κακῶν Aesch., Plut.; παθημάτων Plat.)
ἰάματα προσάπτειν τινί Luc. — приписывать кому-л. исцеления;χαρίσματα ἰαμάτων NT. — дар исцеления -
7 ισχυρος
31) могущественный, грозный(Διὸς ἄλοχος, т.е. Ἥρα Aesch.; ἐν πολέμῳ NT.)
2) могущественный, сильный(πόλις Eur.)
οἱ ἰσχυροί Xen. — власть имущие, господствующие слои3) могучий(ἀνήρ Soph.)
; сильный, мощный(φάλαγξ Xen.; ὗς ἄγριος Arst.)
4) сильный, укрепленный, неприступный(χωρία Xen.)
5) твердый(χθών Aesch.)
6) твердый, незыблемый(νόμος Her.)
7) прочный, крепкий(φιλία Plat.)
8) прочный, надежный(ἀναγκαίη, σύμβασις Her.)
9) решительный, резкий(γνώμη Her.)
10) бурный, стремительный(ῥεύματα Her.)
11) сильный, мучительный(βήξ Thuc.)
12) сильный, страшный(σιτοδηΐη Her.; λιμός NT.)
13) сильный, неумеренный(γέλως Plat.)
14) сильный, неукротимый, неодолимый(ἵμερος, ἐπιθυμίαι Plat.)
15) враждебный, злобный(διαβολή Plat.)
16) жаркий, горячий(μάχη Plat.)
17) страстный, пламенный(ἔχθρα Plat.)
18) жестокий, свирепый(τιμωρίαι Her.)
19) суровый, очень холодный(χειμών Xen.)
20) сильный, жестокий(ψῦχος Her.)
21) суровый, резкий, строгий(ἐπιστολαί NT.). - см. тж. ἰσχυρά и ἰσχυρόν
-
8 κατακοινωνεω
делать участником, приобщатьκ. τὰ τῆς πόλεως ἰσχυρά Aeschin. — поделиться (с кем-л.) государственными ценностями;
κ. τινι Dem. — войти в сговор с кем-л. -
9 προκατασκευαζω
тж. med. заранее готовить, подготовлять(τι Arst., med. Polyb.)
ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. — превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; -
10 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание
См. также в других словарях:
ἰσχυρᾷ — ἰσχῡρᾷ , ἰσχυρός strong fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρά — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχητική έκρηξη — Ισχυρά ηχητικά και κρουστικά κύματα που δημιουργούνται κατά τη διάσπαση του φράγματος του ήχου, όταν ένα αεροπλάνο κινείται με υπερηχητική ταχύτητα. Με την αύξηση της ταχύτητας, τα μέτωπα των κυμάτων που προέρχονται από την πηγή του ήχου… … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εριδρεμέτης — ἐριβρεμέτης, ὁ (Α) 1. (κυρίως για τον Δία) αυτός που βροντά ισχυρά («ἐριβρεμέτης Ζεύς») 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐριβρεμέται λέοντες») 3. (κυρίως για μουσικό όργανο) αυτός που ηχεί ισχυρά («ἐριβρεμέτης αὐλός», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι… … Dictionary of Greek
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek