-
1 προκατασκευαζω
тж. med. заранее готовить, подготовлять(τι Arst., med. Polyb.)
ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. — превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; -
2 προκατασκευάζω
μετ. заранее изготовлять;εργοστάσιο προκατασκευάσμένων σπιτιών — завод сборных домов
См. также в других словарях:
προκατασκευάζω — ΝΑ νεοελλ. 1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, η, ο (ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία… … Dictionary of Greek
προκατασκευάζῃ — προκατασκευάζω pres subj mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευάσω — προκατασκευάζω aor subj act 1st sg προκατασκευάζω fut ind act 1st sg προκατασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευάσῃ — προκατασκευάζω aor subj mid 2nd sg προκατασκευάζω aor subj act 3rd sg προκατασκευάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευῶν — προκατασκευάζω fut part act masc voc sg προκατασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προκατασκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) προκατασκευή preparatory training fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευαζόμενον — προκατασκευάζω pres part mp masc acc sg προκατασκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευασθέντα — προκατασκευάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευάζει — προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευάζον — προκατασκευάζω pres part act masc voc sg προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευάζοντα — προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευάζοντι — προκατασκευάζω pres part act masc/neut dat sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)