Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προκατασκευάζω

См. также в других словарях:

  • προκατασκευάζω — ΝΑ νεοελλ. 1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, η, ο (ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευάζῃ — προκατασκευάζω pres subj mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάσω — προκατασκευάζω aor subj act 1st sg προκατασκευάζω fut ind act 1st sg προκατασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάσῃ — προκατασκευάζω aor subj mid 2nd sg προκατασκευάζω aor subj act 3rd sg προκατασκευάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευῶν — προκατασκευάζω fut part act masc voc sg προκατασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προκατασκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) προκατασκευή preparatory training fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευαζόμενον — προκατασκευάζω pres part mp masc acc sg προκατασκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευασθέντα — προκατασκευάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζει — προκατασκευάζω pres ind mp 2nd sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζον — προκατασκευάζω pres part act masc voc sg προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζοντα — προκατασκευάζω pres part act neut nom/voc/acc pl προκατασκευάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασκευάζοντι — προκατασκευάζω pres part act masc/neut dat sg προκατασκευάζω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»