-
41 ισχυρότερον
ἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: adverbial compἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: masc acc comp sgἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
42 ἰσχυρότερον
ἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: adverbial compἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: masc acc comp sgἰσχῡρότερον, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
43 ισχυρικος
-
44 годный
годный χρήσιμος κατάλλη λος (подходящий) έγκυρος, ισχυρός (о билете, докумен те) \годный для питья πόσιμος* * *χρήσιμος; κατάλληλος ( подходящий); έγκυρος, ισχυρός (о билете, документе)го́дный для питья́ — πόσιμος
-
45 действительный
действительный (годный) έγκυρος ισχυρός (сохраняющий силу)* * *( годный) έγκυρος; ισχυρός ( сохраняющий силу) -
46 могучий
-
47 мощный
-
48 сильный
-
49 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
50 ισχυροτάτας
ἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc superl plἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl sg (doric aeolic) -
51 ἰσχυροτάτας
ἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc superl plἰσχῡροτάτᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl sg (doric aeolic) -
52 ισχυροτάτη
ἰσχῡροτάτη, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἰσχῡροτάτῃ, ἰσχυρόςstrong: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
53 ισχυροτάτων
ἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl plἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl pl -
54 ἰσχυροτάτων
ἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl plἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl pl -
55 ισχυροτέραις
ἰσχῡροτέραις, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp plἰσχῡροτέρᾱͅς, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp pl (attic) -
56 ἰσχυροτέραις
ἰσχῡροτέραις, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp plἰσχῡροτέρᾱͅς, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp pl (attic) -
57 ισχυροτέρας
ἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc comp plἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
58 ἰσχυροτέρας
ἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc comp plἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
59 ισχυροτέρων
ἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp plἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen comp pl -
60 ἰσχυροτέρων
ἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp plἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen comp pl
См. также в других словарях:
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός: Ισχυρός στρατός. – Ισχυρή σεισμική δόνηση. – Ισχυρή θέληση. 2. έντονος, σφοδρός, μεγάλος: Ισχυρή φωνή. – Ισχυροί άνεμοι. – Ισχυρό ρεύμα. – Ισχυρό ψύχος. 3. αυτός που έχει επιβολή: Ισχυρός πολιτικός. – Ισχυρός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυρός — ἰσχῡρός , ἰσχυρός strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… … Dictionary of Greek
ἰσχύρ' — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰσχῡρέ , ἰσχυρός strong masc voc sg ἰσχῡραί , ἰσχυρός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
ἰσχυρότατ' — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl ἰσχῡρότατε , ἰσχυρός strong masc voc superl sg ἰσχῡρόταται , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek