-
1 ισχυροτάτων
ἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl plἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl pl -
2 ἰσχυροτάτων
ἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl plἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl pl
См. также в других словарях:
ἰσχυροτάτων — ἰσχῡροτάτων , ἰσχυρός strong fem gen superl pl ἰσχῡροτάτων , ἰσχυρός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροχείμαρρος — Οριζόντιο ρεύμα αέρα που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, των οποίων η ένταση μεταβάλλεται συνεχώς και σε σχετικά μικρές αποστάσεις. Η ένταση και η συνεχής μεταβολή των ανέμων προκαλούν στροβιλοειδή ροή του αέρα και αναταράξεις στα αεροπλάνα… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek