-
21 Ίσχυες
-
22 Ἴσχυες
-
23 Ίσχυι
-
24 Ἴσχυι
-
25 Ίσχυν
-
26 Ἴσχυν
-
27 Ίσχυος
-
28 Ἴσχυος
-
29 Ίσχυσιν
-
30 Ἴσχυσιν
-
31 Ισχύων
-
32 Ἰσχύων
-
33 ισχύας
-
34 ἰσχύας
-
35 ισχύες
-
36 ἰσχύες
-
37 ισχύι
-
38 ἰσχύι
-
39 ισχύν
-
40 ἰσχύν
См. также в других словарях:
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)