-
1 ἰσχιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχιακός
-
2 ισχιακούς
-
3 ἰσχιακούς
-
4 ἰσχίον
Grammatical information: n.Meaning: `hip-joint, haunches' (Il.).Compounds: As 2. member e. g. in ἐξ-ίσχιος `standing out from the h.' (Hp.), εὑ-ίσχιος `with beautiful h.' (hell. poetry).Derivatives: Dimin. ἰσχάριον (Hero); ἰσχιακός `belonging to the h.' (Thphr.); ἰσχιάς, - άδος f. (sc. νόσος) `pain in the h.' (Hp.) with ἰσχιαδικός (medic.), as plant-name = λευκάκανθα (Dsc., as remedy against ἰσχιάς, Strömberg Theophrastea 194); ἰσχίᾱσις = ἰσχιάς (medic.; as if from *ἰσχιάω, Schwyzer 505 and 732); denomin. verb ἰσχιάζω ( ἰσχιάδδειν H.; Lac.) `bend the h.' (Prokop., Suid., Phot., H.; uncertain Gal. 18 [1] 786).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etym. - If ἴσχι ὀσφύς H. is correct, the formation agrees with ἄλφι, μέλι and Skt. names for parts of he body like sákthi `thigh-bone', ásthi `bone' [but these prob. have -i \< -H]. Against identification of ἴσχι and sákthi (Meringer Beitr. 3, Schulze Kl. Schr. 710 n. 8) Sommer Sprachgeschichte und Wortbedeutung 426 n. 2. (Doubtful Grošelj Razprave 2, 10 to OHG hlanca `hip': OE hlanc `schlank, mager' connecting ἰσχίον to ἰσχνός; but hlanca starts from `to bend' (NHG lenken), and the formation remains unclear. - Fur. 393 connects ἰξῡ́ς, which seems quite possible: metathesis in the latter; one might assume *ikty-, cf. on ἴξαλ-ος; also Pre-Greek had several words in -ι, which is very rare in inherited Greek (Beekes, Pre-Greek, 3.1b.)Page in Frisk: 1,741Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰσχίον
См. также в других словарях:
ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) … Dictionary of Greek
ισχιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα ισχία: Ισχιακό νεύρο. – Ισχιακές αρθρώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχιακούς — ἰσχιακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την … Dictionary of Greek
συριγγιακός — ή, ό / συριγγιακός, ή, όν ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συρίγγιο («συριγγιακὸν κολλύριον», Ορειβ.) μσν. όμοιος με σύριγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος αναλογικά προς τους επίσης ιατρικούς όρους ἰσχιακός, καρδιακός] … Dictionary of Greek