-
61 χαρακτηριστέον
A one must characterize, Hermog.Id.2.10, Eust.1388.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαρακτηριστέον
-
62 χαριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριστέον
-
63 χειριστέον
II χειριστέος, α, ον, to be operated upon, Hp.Mochl. 40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειριστέον
-
64 χρηματιστέον
A one must make money, X.Lac.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηματιστέον
-
65 χρονιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιστέον
-
66 χωριστέον
A one must separate,τι ἀπό τινος Pl.Plt. 303d
; alsoτι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1
, cf. Iamb.Protr.21.κγ.2 χωριστέος, α, ον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωριστέον
-
67 ψαλιστέον
A one must clip, Antyll. ap. Orib.45.24.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαλιστέον
-
68 ἀγωνιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστέον
-
69 ἀναγαργαριστέον
A one must gargle, Philum. ap. Aët.8.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγαργαριστέον
-
70 ἀνακομιστέον
A one must restore to health, Paul.Aeg.3.39.2 of [voice] Pass., one must return, Ach.Tat.5.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακομιστέον
-
71 ἀναλογιστέον
A v. ἀναλογητέον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλογιστέον
-
72 ἀνδριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδριστέον
-
73 ἀνεθιστέον
A one must accustom, Dam.Pr.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεθιστέον
-
74 ἀπελπιστέον
A one must despair, Posidon. ap.Aët.6.20, Ph.2.422, Orib.14.42.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπελπιστέον
-
75 ἀποβροχιστέον
A one must make a ligature, Arching. ap. Orib.47.13.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβροχιστέον
-
76 ἀπογαλακτιστέον
A one must wean, Sor.1.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογαλακτιστέον
-
77 ἀποδιοριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδιοριστέον
-
78 ἀποικιστέον
A one must send away, Paul.Aeg.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικιστέον
-
79 ἀποκαυλιστέον
A one must break off, Antyll. ap. Orib.44.23.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαυλιστέον
-
80 ἀποσπογγιστέον
A one must wipe off, Orib.Fr.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσπογγιστέον
См. также в других словарях:
ἰστέον — one must see masc acc sg ἰστέον one must see neut nom/voc/acc sg ἰστέος masc/fem acc sg ἰστέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣсто — (6) нар. В роли сказ. Известно: вѣсто же. ˫ако изложениѥ вѣры прѣдълежаштиихъ съборъ. не бысть по чинѹ лѣтъ въ нѩже сънидошасѩ. (ἰστέον) КЕ XII, 13а; вѣсто же да ѥсть и се. (ἰστεόν) Там же, 277а; нъ аще с˫а сего не покаѥши ни останеши сице творѩ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вѣдомо — средн. в сост. сказ. Известно: вѣдомо же ѥсть ˫ако не пытаѥмо мл҃твьноѥ мѣсто (‘Ιστέον) Изб 1076, 234; вѣдомо же ˫ако отъ нѣкыихъ. съдравѣ бывающи. инѣмъ вина къ грѣхѹ бѹдеть. (οἴδαμεν) КЕ XII, 201а; Вѣдомо ѥсть. ˫ако на того сѣдалищи. ни и комѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
εύιστος — εὔιστος, ον (Α) φρ. «εὔιστος πόθος» πόθος για μάθηση, επιθυμία για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. ισ τού οίδα «γνωρίζω» (πρβλ. ιστέον) + τος] … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
u̯(e)id-2 — u̯(e)id 2 English meaning: to see; to know Deutsche Übersetzung: “erblicken, sehen” Grammatical information: (originally Aorist), Zustandsverbum u̯(e)idē(i) , nasalized u̯i n d , perf. u̯oid а “have seen, white”, whence die… … Proto-Indo-European etymological dictionary