-
21 θησαυριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θησαυριστέον
-
22 κακιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακιστέον
-
23 κακοηθιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοηθιστέον
-
24 κανονιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονιστέον
-
25 καπνιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνιστέον
-
26 καταχωριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχωριστέον
-
27 καταψηφιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψηφιστέον
-
28 κεντριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντριστέον
-
29 κιθαριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστέον
-
30 κυνιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνιστέον
-
31 μακαριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακαριστέον
-
32 μαλακιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακιστέον
-
33 μαλθακιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακιστέον
-
34 μεριστέον
II Adj. μεριστέος, α, ον, to be divided, Just.Nov.156.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεριστέον
-
35 μεταρρυθμιστέον
A one must alter, correct, Sever.Clyst.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταρρυθμιστέον
-
36 μετασχηματιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετασχηματιστέον
-
37 μετοικιστέον
A one must transfer, Id.2.746c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικιστέον
-
38 παροριστέον
A one must set a limit, Longin.38.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροριστέον
-
39 παρορμιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρορμιστέον
-
40 περισαρκιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισαρκιστέον
См. также в других словарях:
ἰστέον — one must see masc acc sg ἰστέον one must see neut nom/voc/acc sg ἰστέος masc/fem acc sg ἰστέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣсто — (6) нар. В роли сказ. Известно: вѣсто же. ˫ако изложениѥ вѣры прѣдълежаштиихъ съборъ. не бысть по чинѹ лѣтъ въ нѩже сънидошасѩ. (ἰστέον) КЕ XII, 13а; вѣсто же да ѥсть и се. (ἰστεόν) Там же, 277а; нъ аще с˫а сего не покаѥши ни останеши сице творѩ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вѣдомо — средн. в сост. сказ. Известно: вѣдомо же ѥсть ˫ако не пытаѥмо мл҃твьноѥ мѣсто (‘Ιστέον) Изб 1076, 234; вѣдомо же ˫ако отъ нѣкыихъ. съдравѣ бывающи. инѣмъ вина къ грѣхѹ бѹдеть. (οἴδαμεν) КЕ XII, 201а; Вѣдомо ѥсть. ˫ако на того сѣдалищи. ни и комѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
εύιστος — εὔιστος, ον (Α) φρ. «εὔιστος πόθος» πόθος για μάθηση, επιθυμία για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. ισ τού οίδα «γνωρίζω» (πρβλ. ιστέον) + τος] … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
u̯(e)id-2 — u̯(e)id 2 English meaning: to see; to know Deutsche Übersetzung: “erblicken, sehen” Grammatical information: (originally Aorist), Zustandsverbum u̯(e)idē(i) , nasalized u̯i n d , perf. u̯oid а “have seen, white”, whence die… … Proto-Indo-European etymological dictionary