-
1 ἰσο-χειλής
ἰσο-χειλής, ές, mit den Lippen oder dem Rande gleich, bis an den Rand; οἶνος κρίϑινος ἐν κρατῆρσιν · ἐνῆσαν δὲ καὶ αὐταὶ αἱ κριϑαὶ ἰσοχειλεῖς Xen. An. 4, 5, 26; eben so ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα Apollnds. 7 (VI, 105); Εὐφράτης ἰσ. τῇ γῇ Arr. An. 7, 7, 9. – Vgl. Arist. H. A. 4, 9.
-
2 ἰσοχειλής
ἰσο-χειλής, ές,A level with the brim, κριθαὶ ἰσοχειλεῖς grains of malt floating level with the brims of the vessels, i.e. on the surface of the liquor, X.An.4.5.26;ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα AP6.105
(Apollonid.); ἰ. τὴν κάτω σιαγόνα ποιήσας [ὁ βάτραχος] level with the surface of the water, Arist.HA 536a16: c. dat.,Εὐφράτης ἰ. τῇ γῇ Arr.An.7.7.5
; equally full, Max.Tyr.31.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοχειλής
-
3 ἰσοχειλής
ἰσο-χειλής, ές, mit den Lippen oder dem Rande gleich, bis an den Rand -
4 ισοχειλης
2поднимающийся до краев, находящийся вровень с краямиἐνῆσαν καὴ αὐταὴ αἱ κριθαὴ ἰσοχειλεῖς Xen. — (в ячменном вине) плавали сверху ячменные зерна (досл. были вровень с краями);
ἰσοχειλὲς ποιῆσαί τι ἐπὴ τῷ ὕδατι Arst. — поднять что-л. на поверхность воды;ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα Anth. — напенив вино до краев (чаши)
См. также в других словарях:
λεπτοχειλής — λεπτοχειλής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι χειλής, ισο χειλής] … Dictionary of Greek
παχυχειλής — ές Α ο παχύχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισο χειλής] … Dictionary of Greek