-
1 ἰσοχειλής
ἰσο-χειλής, ές,A level with the brim, κριθαὶ ἰσοχειλεῖς grains of malt floating level with the brims of the vessels, i.e. on the surface of the liquor, X.An.4.5.26;ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα AP6.105
(Apollonid.); ἰ. τὴν κάτω σιαγόνα ποιήσας [ὁ βάτραχος] level with the surface of the water, Arist.HA 536a16: c. dat.,Εὐφράτης ἰ. τῇ γῇ Arr.An.7.7.5
; equally full, Max.Tyr.31.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοχειλής
См. также в других словарях:
λεπτοχειλής — λεπτοχειλής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι χειλής, ισο χειλής] … Dictionary of Greek
παχυχειλής — ές Α ο παχύχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ισο χειλής] … Dictionary of Greek