Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσοχειλής

См. также в других словарях:

  • ισοχειλής — ἰσοχειλής, ές (Α) 1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη 2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυ χειλής, λεπτο χειλής] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοχειλῆ — ἰσοχειλής level with the brim neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοχειλής level with the brim masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοχειλής level with the brim masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοχειλεῖς — ἰσοχειλής level with the brim masc/fem acc pl ἰσοχειλής level with the brim masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοχειλέα — ἰσοχειλής level with the brim neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοχειλής level with the brim masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοχειλές — ἰσοχειλής level with the brim masc/fem voc sg ἰσοχειλής level with the brim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισόχειλος — ἰσόχειλος, ον (Μ) ο ισοχειλής* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»