-
1 ιπνώ
-
2 ίπνω
-
3 ἴπνῳ
-
4 ἰπνῶ
Βλ. λ. ιπνώ -
5 ἰπνῷ
Βλ. λ. ιπνώ -
6 ιπνώι
-
7 ἰπνῶι
-
8 θέρω
θέρω,A heat, make hot,θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην A.R.4.1312
; θέρων ἕλκος,= θεραπεύων, Nic.Th. 687:—elsewh. only in [voice] Pass. [full] θέρομαι, [tense] fut. [voice] Med.θέρσομαι Od.19.507
: [tense] aor. 2 ἐθέρην (in [dialect] Ep. subj.θερέω 17.23
): poet. and later Prose, become hot or warm,νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι 19.64
, cf. 507; ἐπεί κε πυρὸς θερέω at the fire, 17.23; θέρου warm your self, Ar.Pl. 953;ὁπόταν.. τις.. ποτὲ ῥιγῶν θέρηται Pl. Phlb. 46c
;εἶδον [Ἡράκλειτον] θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Arist.PA 645a19
: [tense] impf.ἐθέροντο Philostr.VA2.18
, Alciphr.1.23;θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Luc.Lex.2
: metaph., θέρεσθαι πυρί, of love, Call.Epigr.27, cf. APl. 4.167 (Antip. Sid.).2 of things, become warm,τὰ ψυχρὰ θέρεται Heraclit. 126
, cf. Archel. ap. Plu.2.954f; μὴ.. ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται be burnt by fire, Il.6.331, cf. 11.667; melt,ἁ πέτρα θρυπτομένα θέρεται AP12.61
. (g[uglide]her-, cf. θερμός, Lat. formus and prob. Engl. warm.)
См. также в других словарях:
ιπνώ — ἰπνῶ, όω (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.) 2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, όομαι πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος] πιεζόμενος κάτω από τα… … Dictionary of Greek
ἰπνῶ — ἰπνός oven masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνῷ — ἰπνός oven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴπνῳ — ἴπνον mare s tail neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνῶι — ἰπνῷ , ἰπνός oven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek