-
1 ιου
interj.1) (возглас сожаления, грусти или недоумения) увы!, ах!, о!ἰ. ἰ., δύστηνος! Soph. — о, я несчастный!;
ἰ. ἰ., ὦ Καλλίκλεις, ὡς πανοῦργος εἶ! Plat. — ну и хитер же ты, Калликл!;ἰ. τῆς ἀσβόλου! Arph. — ух, сколько копоти!2) ( возглас радости) о!, ура!ἰ. ἰ., κινδυνεύομέν τι ἔχειν ἴχνος! Plat. — ура, мы, кажется, напали на след!
-
2 ἰοῦ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰοῦ
-
3 απόβραδο
(-ιού) τό вечер, вечернее время;(τ') αποβραδιού с вечера / -
4 ιον
I.IIIII.(ῐ) τό фиалка(λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἥ μέλιττα βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὴ ἴ. Arst.; ἴων καὴ ῥόδων λειμῶνες Plut.)
-
5 αναχαραξις
-
6 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
7 νησιτις
-
8 προστηκομαι
(pf. προστέτηκα, part. pf. προστετηκώς - дор. προστετᾱκώς, aor. 2 προσετάκην с ᾰ) быть припаянным, перен. приставать, прилипатьὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι Soph. — находящийся весь во власти страшной гидры;
τῷ πορισμῷ προστετηκώς Plut. — поглощенный мыслями о наживе -
9 δημόσιο(ν)
τό1) государство; οι εισπράξεις τού -'ίου государственные деньги; 2) народ; 3) казна -
10 δημόσιο(ν)
τό1) государство; οι εισπράξεις τού -'ίου государственные деньги; 2) народ; 3) казна -
11 μέλι
(-ιτος и -ιοϋ) τό прям., перен. мед;μέλι αλιφασκήσιο — липовый мёд;
σταφύλια μέλι — виноград сладкий как мёд;
τα λόγια του είναι μέλι — речи у него медовые;
η γλώσσα του στάζει μέλι — его уста источают мед;
§ ο μήνας τού μέλιτος — медовый месяц;
όλα μέλι γάλα — все скандалы уже позади, они уже примирились; — всё теперь улажено
-
12 πεζοδρόμ11ιο(ν)
τό1) тротуар, панель;γυναίκα τού πεζοδρόμ11ιο(ν)ίου — уличная женщина, проститутка;
2) толпа, уличная толпа;§ κατεβαίνω στο πεζοδρόμ11ιο(ν)ιο — выходить на улицу, идти на демонстрацию
-
13 πεζοδρόμ11ιο(ν)
τό1) тротуар, панель;γυναίκα τού πεζοδρόμ11ιο(ν)ίου — уличная женщина, проститутка;
2) толпа, уличная толпа;§ κατεβαίνω στο πεζοδρόμ11ιο(ν)ιο — выходить на улицу, идти на демонстрацию
См. также в других словарях:
ἰού — hallo! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιού — Βλ. λ. Ιηού. * * * ἰού και ἰοῡ (Α) (σχετλιαστ. επιφών. συν. επαναλαμβανόμενο) 1. κραυγή λύπης, αλίμονο, οίμοι* («ἰοὺ ἰοὺ βοᾱν κεκραγέναι», Αριστοφ.) 2. κραυγή εκπλήξεως ή θαυμασμού («ἰού ἰοὺ ὡς πανοῡργος εἶ», Πλάτ.) 3. κραυγή χαράς («ἰοὺ ἰού,… … Dictionary of Greek
ἰοῦ — ἰ̱οῦ , ἰάομαι j imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰάομαι j pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰ̱οῦ , ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg ἰόομαι become pres imperat mp 2nd sg ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἰός 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰοῦ — Ἰώ the moon fem acc dual Ἰώ the moon fem nom/voc/acc dual Ἰώ the moon fem voc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴου — Ἴης masc gen sg Ἴος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴου — ἴον violet neut gen sg ἴ̱ου , ἰόω become imperf ind act 3rd sg ἰόω become pres imperat act 2nd sg ἰόω become imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek
αργού ιού, νόσος του- — Ομάδα ασθενειών, που εκδηλώνεται μετά από μήνες ή και χρόνια από την προσβολή από έναν ιό … Dictionary of Greek
πλύνιον — ίου, τὸ, Α [πλυνός] υποκορ. τού πλυνός … Dictionary of Greek
στλεγγίδιον — ίου, τὸ, Α [στλεγγίς, ίδος] υποκορ. μικρή στλεγγίδα … Dictionary of Greek
Ἰούστου — Ἰού̱στου , Ἰοῦστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)