1 νησιτις
(Ἴου σπιλάς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > νησιτις
2 νασιτις
Древнегреческо-русский словарь > νασιτις
νησίτις — νησῑτις, ἡ (Α) βλ. νησίτης … Dictionary of Greek
νησίτης — νησίτης, ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῑτις (Α) αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε νησί ή προέρχεται από νησί, νησιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. πολ ίτης, πυργ ίτις)] … Dictionary of Greek