-
1 зуб
1. тех. (во мн ч зубья) το δόντι, ο οδούςграбельный - του δίχαλου, διχαλωτό -2. (орган во рту для кусания, измельчения и разжевывания пищи) (во мн. ч зубы) το δόντ/ιкоронка - а анат. μύλη του - ιούглазной - ο κυνόδους, ο κυνόδονταςмолочный - γάλακτος, ο γαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуб
-
2 штыковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. штыкованный, βρ: -вал, -а, -оρ.δ.μ. σκάβω σε βάθος ενός φτυαρ ιού.σκάβομαι σε βάθος ενός φτυαρ ιού. -
3 ветчина
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветчина
-
4 носитель
ο φορέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > носитель
-
5 плавание
1. (рейс) το ταξίδ/ι, ο πλουςвыходить{}уходить{} в - σαλπάρω (ξεν.), αποπλέωξεκινώ το -, πάω/φεύγω -2. (судовождение) η ναυτιλίαгодность к - ю ικανότητα για -, καταλληλότητα για -, η πλοϊμότητα3. (вид спорта) η κολύμβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавание
-
6 вирусный
вирус||ныйприл мед. ἰώδης, δηλητηριώδης, τοῦ ίοῦ. -
7 вирусный
επ.του ιού, μικροβιακός,ί-ιώδης. -
8 ложкарный
επ. παλ. του κουταλοπο ιού. -
9 лото
ουδ. άκλ. λοτό, τόμπολα (είδος χαρτοπαιγν ίου). -
10 молотовище
-а ουδ.στειλιάρι σφύρας, -ιού. -
11 мореходность
-и θ.ναυτιλιακή ικανότητα πλο ίου. -
12 нейтронный
επ.του ουδετερόν ιου. -
13 неклен
-а α.εΎδος σφένδαμου (σφενταν ιού). -
14 ножницы
-ниц πλθ. ψαλίδι.1. портновские ножницы το ψαλίδι του ράφτη•большие ножницы ψαλίδα•
ма-никирные ножницы ψαλιδάκι μανικιούρ ιού•
садовые -ψαλίδι κηπουρού (κλαδευτήρι).
2. ψαλίδι μηχανοκίνητο.3. μτφ. ασυνταιρ ιασιά, ασυμβιβα-σιά δυσαρμονία, διάσταση. -
15 приор
-а α.ηγούμενος (καθολικού μονα-στηρ ιού). -
16 пряжечный
επ.της πόρπης, του κουμποτη-ρ ιού. -
17 развалка
-
18 ров
рва, προθτ. о рве, во рву α. σκάμμα• χάντακας, τάφρος•противотанковый ров αντιαρματική τάφρος•
крепостной ров τάφρος (τάπια) φρουρ ίου.
-
19 роговица
-ы θ.ο κερατοειδής χιτώνας του ματ ιού. -
20 роение
-я ουδ.αφεσμός, το ρίξιμο του με-λισσ ιού.
См. также в других словарях:
ἰού — hallo! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιού — Βλ. λ. Ιηού. * * * ἰού και ἰοῡ (Α) (σχετλιαστ. επιφών. συν. επαναλαμβανόμενο) 1. κραυγή λύπης, αλίμονο, οίμοι* («ἰοὺ ἰοὺ βοᾱν κεκραγέναι», Αριστοφ.) 2. κραυγή εκπλήξεως ή θαυμασμού («ἰού ἰοὺ ὡς πανοῡργος εἶ», Πλάτ.) 3. κραυγή χαράς («ἰοὺ ἰού,… … Dictionary of Greek
ἰοῦ — ἰ̱οῦ , ἰάομαι j imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰάομαι j pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰ̱οῦ , ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg ἰόομαι become pres imperat mp 2nd sg ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἰός 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰοῦ — Ἰώ the moon fem acc dual Ἰώ the moon fem nom/voc/acc dual Ἰώ the moon fem voc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴου — Ἴης masc gen sg Ἴος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴου — ἴον violet neut gen sg ἴ̱ου , ἰόω become imperf ind act 3rd sg ἰόω become pres imperat act 2nd sg ἰόω become imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek
αργού ιού, νόσος του- — Ομάδα ασθενειών, που εκδηλώνεται μετά από μήνες ή και χρόνια από την προσβολή από έναν ιό … Dictionary of Greek
πλύνιον — ίου, τὸ, Α [πλυνός] υποκορ. τού πλυνός … Dictionary of Greek
στλεγγίδιον — ίου, τὸ, Α [στλεγγίς, ίδος] υποκορ. μικρή στλεγγίδα … Dictionary of Greek
Ἰούστου — Ἰού̱στου , Ἰοῦστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)