-
1 ιοβολών
-
2 ἰοβολῶν
-
3 ιοβόλων
-
4 ἰοβόλων
-
5 ἰο-βόλος
-
6 γναμπτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γναμπτήρ
-
7 προφυλακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφυλακτικός
-
8 ἰοβόλος
II shedding venom, venomous, of animals, Numen. ap. Ath.7.304f, Hdn.3.9.5: [comp] Sup., J.AJ17.5.5; ἰοβόλα, τά, venomous animals, Arist.HA 607a28; περὶ ἰοβόλων ζῴων, title of work by Philumenus;τὰ τῶν ἰ. ἄκη Philostr.VA3.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰοβόλος
-
9 ἰοβόλος
ἰο-βόλος, (1) Pfeile schießend. (2) Gift auslassend; τὰ δήγματα τῶν ἰοβόλων, die giftigen Tiere
См. также в других словарях:
ἰοβολῶν — ἰ̱οβολῶν , ἰοβολέω shoot arrows pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοβόλων — ἰ̱οβόλων , ἰοβόλος shooting arrows masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 … Dictionary of Greek
φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… … Dictionary of Greek
Apollodoros (Arzt) — Apollodoros, griechisch Ἀπολλόδωρος, lateinisch Apollodorus (Betonung vorletzte Silbe), deutsch Apollodor (Betonung letzte Silbe), war ein Arzt und Iologe (Giftforscher) im antiken Alexandria zur Zeit des ersten Ptolemaios[1], also etwa in… … Deutsch Wikipedia
ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
νάγια — (naia). Γένος ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των Ελαπιδών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη naia haie, γνωστό με την ονομασία ασπίδα της Κλεοπάτρας και naia naia πιο γνωστό με την ονομασία κόμπρα. Η νάγια η χάγια (naia haie) λέγεται και… … Dictionary of Greek
οπισθόγλυφα — Ομάδα φιδιών της οικογένειας των κολουβριδών, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δοντιών με ιοβόλο αυλάκι, που βρίσκεται στην πίσω επιφάνεια τους. Τα φίδια όμως αυτά δεν μπορούν να εκτοξεύσουν το δηλητήριό τους παρά μόνο στο ζωντανό θήραμα που… … Dictionary of Greek
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek