-
1 ιξευτής
-
2 ἰξευτής
-
3 ἰξευτής
-οῦ ὁ N 1 0-0-3-0-0=3 Am 3,5; 8,1.2fowler, bird-catcher*Am 8,1 ἰξευτοῦ of a fowler-קנץ (Arab. qn) for MT קיץ Summer→SCHLEUSNER(Am 8,1.2) -
4 ἰξευτής
A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53;ἰ. κῶρος BionFr.9
.II as Adj., catching with birdlime,ἰ. κάλαμοι AP6.152
([place name] Agis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰξευτής
-
5 ιξευτάς
ἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc acc plἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 ἰξευτάς
ἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc acc plἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 ιξευτή
-
8 ἰξευτῇ
-
9 ιξευταίς
-
10 ἰξευταῖς
-
11 ιξευταί
-
12 ἰξευταί
-
13 ιξευτού
-
14 ἰξευτοῦ
-
15 ιξευτών
-
16 ἰξευτῶν
-
17 ιξευτήν
-
18 ἰξευτήν
-
19 στρουθοπιαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρουθοπιαστής
-
20 ἰξευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰξευτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰξευτής — fowler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
ἰξευταῖς — ἰξευτής fowler masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευταί — ἰξευτής fowler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτοῦ — ἰξευτής fowler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτῇ — ἰξευτής fowler masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτήν — ἰξευτής fowler masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτῶν — ἰξευτής fowler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξευτάς — ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc acc pl ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
омельникъ — ОМЕЛЬНИК|Ъ (1*), А с. Птицелов: и омелни(к). трости твори(т). и взирае(т) вѣи˫а. и прелукуе(т) перо птиче. (ἰξευτής) ГБ к. XIV, 82а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιξευτικός — ή, ό (Α ιξευτικός, ή, όν) [ιξευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η ιξευτική η τέχνη να πιάνει κάποιος πουλιά με ιξόβεργες 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰξευτικα τίτλος ποιήματος τού Οππιανού … Dictionary of Greek