-
1 ιξευτάς
ἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc acc plἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 ἰξευτάς
ἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc acc plἰξευτά̱ς, ἰξευτήςfowler: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἰξευτάς — ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc acc pl ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek