Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰνδαλμός

См. также в других словарях:

  • ινδαλμός — ἰνδαλμός, ὁ (Α) [ινδάλλομαι] 1. το ίνδαλμα 2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί τίτλος ποιήματος τού Φλιασίου Τίμωνος …   Dictionary of Greek

  • ἰνδαλμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνδαλμοῖς — ἰνδαλμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνδαλμοῖσι — ἰνδαλμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνδαλμοί — ἰνδαλμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνδαλμούς — ἰνδαλμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνδαλμόν — ἰνδαλμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»