-
1 ἰλλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλλώδης
-
2 ἰλλώδης
ἰλλ-ώδης, ες, mit verdrehten Augen, schielend -
3 ιλλωδέων
-
4 ἰλλωδέων
-
5 ἰλλός
Grammatical information: adj.Meaning: `squinting' (Ar., Sophr.), f. ἰλλίς στρεβλή, διεστραμμένη H. Note ἰλλός = ὀφθαλμός Poll. 2, 54.Derivatives: ἰλλώδης `id.' and ἰλλαίνω (Hp.), ἰλλώπτω (Com., cf. Debrunner IF 21, 211f.), ἰλλίζω (Suid.) `squint, look askance', also ἴλλωσις `squinting' (Hp.) as from *ἰλλόω. PN Ίλλεύς (Boßhardt Die Nom. auf - ευς 132).Page in Frisk: 1,723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰλλός
См. также в других словарях:
ιλλώδης — ἰλλώδης, ες (Α) [ιλλός] αλλήθωρος … Dictionary of Greek
ἰλλωδέων — ἰλλώδης squinting masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek