-
1 ἰλλώπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλλώπτω
-
2 κατιλλώπτοντι
κατά-ἰλλώπτωpres part act masc /neut dat sgκατά-ἰλλώπτωpres ind act 3rd pl (doric) -
3 κατιλλώπτω
κατά-ἰλλώπτωpres subj act 1st sgκατά-ἰλλώπτωpres ind act 1st sg -
4 εκκατιλλώψας
-
5 ἐκκατιλλώψας
-
6 ενιλλωπώ
ἐν-ἰλλώπτωaor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἐν-ἰλλωπέωsquint: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐν-ἰλλωπέωsquint: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
7 ἐνιλλωπῶ
ἐν-ἰλλώπτωaor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἐν-ἰλλωπέωsquint: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐν-ἰλλωπέωsquint: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
8 ενιλλώπτειν
-
9 ἐνιλλώπτειν
-
10 ενιλλώψας
-
11 ἐνιλλώψας
-
12 επιλλώπτειν
-
13 ἐπιλλώπτειν
-
14 επιλλώπτουσαν
-
15 ἐπιλλώπτουσαν
-
16 κατιλλώπτειν
κατά-ἰλλώπτωpres inf act (attic epic) -
17 κατιλλώψας
κατιλλώψᾱς, κατά-ἰλλώπτωaor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 στραβίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβίζω
-
19 ἐγκατιλλώπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατιλλώπτω
-
20 ἰλλός
Grammatical information: adj.Meaning: `squinting' (Ar., Sophr.), f. ἰλλίς στρεβλή, διεστραμμένη H. Note ἰλλός = ὀφθαλμός Poll. 2, 54.Derivatives: ἰλλώδης `id.' and ἰλλαίνω (Hp.), ἰλλώπτω (Com., cf. Debrunner IF 21, 211f.), ἰλλίζω (Suid.) `squint, look askance', also ἴλλωσις `squinting' (Hp.) as from *ἰλλόω. PN Ίλλεύς (Boßhardt Die Nom. auf - ευς 132).Page in Frisk: 1,723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰλλός
См. также в других словарях:
ιλλώπτω — ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ώπτω (πρβλ. ηρ ώπτω, σκ ώπτω)] … Dictionary of Greek
κατιλλώπτοντι — κατά ἰλλώπτω pres part act masc/neut dat sg κατά ἰλλώπτω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατιλλώπτω — κατά ἰλλώπτω pres subj act 1st sg κατά ἰλλώπτω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω … Dictionary of Greek
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
κατιλλώπτω — (Α) 1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια 2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek
κατιλλώπτειν — κατά ἰλλώπτω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατιλλώψας — κατιλλώψᾱς , κατά ἰλλώπτω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκατιλλώψας — ἐκκατιλλώψᾱς , ἐκ , κατά ἰλλώπτω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιλλωπῶ — ἐν ἰλλώπτω aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐν ἰλλωπέω squint pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐν ἰλλωπέω squint pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιλλώπτειν — ἐν ἰλλώπτω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)