-
1 ἰκμ-ώδης
-
2 ἰκμαδώδης
ἰκμ-ᾰδώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκμαδώδης
-
3 ἰκμάζω
ἰκμ-άζω, = sq., Nic.Fr.70.17.II filter through, ooze, Alex.Aphr.in Mete.87.27.III evaporate moisture, dry up,ἰκμασθέντος δὲ τούτου Plu.2.954e
codd.; ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν, Hsch. -
4 ἰκμαίνω
A moisten, Nic.Al. 112:— [voice] Med., δέμας ἰκμαίνεσθαι anoint one's body, A.R.3.847:—[voice] Pass., to be wetted, to be wet, Nic.Fr.70.8, A.R.4.1066.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκμαίνω
-
5 ἰκμαλέος
A damp, wet, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.23, Aret.SD2.1, Opp.H.3.595.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκμαλέος
-
6 ἰκμασία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκμασία
-
7 ἰκμάς
A moisture, e.g. of oily leather, Il.17.392;ἰκμάδος ἐστὶ ἐν αὐτῇ [τῇ Λιβύῃ] οὐδέν Hdt.4.185
; ἀνιεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα, of a corpse exposed to the sun, Id.3.125, cf. Hp.Aër.8; of moisture in the soil, Ev.Luc.8.6; also θανόντων ἰσὶν οὐκ ἔνεστ' ἰκμάς no blood, A.Fr. 229 (prob.); of the bodily humours, Hp.Morb.4.40; of all kinds of animal juices or moist secretions,τὸ περίττωμα τῆς ὑγρᾶς ἰ. ὃν καλοῦμεν ἱδρῶτα Arist.PA 668b4
; ἡ τῶν καταμηνίων ἰ. Id.GA 727b11, cf. HA 556b27, al.: com. metaph.,τὴν ἰ. τῆς φροντίδος Ar.Nu. 233
; ἰ. Βάκχου, i.e. wine, AP5.133 (Posidipp.); ἰ. δρυός, i.e. gum, ib.6.109 (Antip.). -
8 ἰκμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκμαῖος
-
9 ἰγδοκόπανον
ἰγδοκόπᾰνον, τό,A a pestle, Sch.Il.11.147 (ap. Valck.Animadv.ad Ammon.p.140, ὀγδ- cod.). [full] ἰγδόλης· ὁ ἐπὶ μέρει γεωργῶν, Hsch. [full] ἴγκρος, ὁ,= ἐγκέφαλος, Hdn.Gr.1.204, Hsch. [full] ἷγμαι, [full] ἱγμένος, [tense] pf. of ἱκνέομαι. [full] ἰγμαλέος, α, ον,= ἰκμ-, Hdn.Gr.2.523. [full] ἰγμή: βοή, Hsch. (for ἰυγμή or ἰυγή). [full] ἴγνην, v. ἴγδην.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰγδοκόπανον
-
10 ἰκμάς
ἰκμάς, - άδοςGrammatical information: f.Meaning: `wetness, moisture, secretion' (Ρ 392, Hdt.).Compounds: As 2. member (transformed to an ο-stems) ἄν-, ἔν-, δύσ-ικμος (Hp., Arist.), as 1. member in ἰκμό-βωλον n. `moist clump of earth' (Dsc.; on the ntr. cf. zu διόσπυρον).Derivatives: ἰκμαδώδης (H. s. ἴκμενος), ἰκματώδης (Ach. Tat.; after αἱματώδης) `moist'; also ἰκμαῖος (A. R.), ἴκμιος (Call.), ἰκμώδης (sch.), ἰκμαλέος (Hp., Opp.; Debrunner IF 23, 8); ἰκμαίνω `moisten' (A. R.). ἴκμαρ νοτίς H. Here also the backformation ἴκμη `duckweed, Lemna minor' (Thphr.; diff. on the formation Strömberg Pflanzennamen 113); also Ίκμάλιος τ 57?; speculations by Lacroix Coll. Latomus 28, 309ff.Etymology: Formation in - άδ- like νιφάς a. o. (Schwyzer 507f., Chantr. Form. 349ff.), from an μ-stem; that this would have left traces in most derivv. ( ἰκμαῖος etc.), is improbable. A primary aorist perh. retained in ἷξαι διηθῆσαι H.; outside Greek there are several relatives, e. g. Skt. siñcáti `pour out' (nasal-present), Germ., e. g. OHG sīhan ` seihen', OCS sьčati `urinate' (iterative). But the reconstruction * seikʷ- does no work in Greek: one does not expect ἰκμ-, nor ἶξαι; Germanic has forms with * seik-. More forms Pok. 893, W.-Hofmann s. siat.Page in Frisk: 1,717Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰκμάς
См. также в других словарях:
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek
ίκμιος — ἴκμιος, ον, θηλ. και ία (Α) [ικμάς] 1. υγρός 2. (ως επίθ. τού Αρισταίου) ικμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ άς + ιος αντί τού *ικμά διος < θ. ικμάδ τού ἰκμάς, άδος] … Dictionary of Greek
κατιάς — κατιάς, άδος, ἡ (Α) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ ίημι, με ψίλωση και επίθημα ας, άδος (πρβλ. ικμ άς, ρεμβ άς)] … Dictionary of Greek
κλινάς — κλινάς, άδος, ἡ (Α) κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, ικμ άς)] … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
φθινάς — άδος, ἡ, Α 1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση 3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση … Dictionary of Greek