Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἰθᾱ-γενής

См. также в других словарях:

  • ἰθαγενής — ἰθᾱγενής , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ινδογενής — ἰνδογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + γενής (< γένος), πρβλ. ιθα γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • λαδωγενής — λαδωγενής, ές (Α) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ἀφροδίτη, ὅτι ἐπὶ τῷ ἐν Ἀρκαδίᾳ ποταμῷ Λάδωνι ἐγεννήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάδων + γενής (< γένος), πρβλ. γη γενής, ιθα γενής] …   Dictionary of Greek

  • -θα — (Α) αχώριστο καταληκτικό μόριο επιρρηματικών τύπων («ἔνθα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότατο επίθημα που απαντά και στο τοπικό επίρρ. *ι θα «εδώ», το οποίο εμφανίζεται ως α συνθετικό τού ιθα γενής και συνδέεται με το αρχ. ινδ. iha, το πρακριτικό idha και το… …   Dictionary of Greek

  • ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»