-
1 ιθαγενης
эп. ἰθαιγενής 2(ῐ) [ἰθύς]1) происходящий по прямой линии, рожденный в законном браке, законныйτινὰ ἶσον ἰθαι γενέεσσιν τιμᾶν Hom. — почитать кого-л. наравне с законными (сыновьями)
2) подлинный, чистокровный, коренной(Ἀιγύπτιοι Her.)
3) естественный, природныйτὸ Βολβίτινον στόμα καὴ τὸ Βουκολικὸν οὐκ ἰθαγενέα στόματά ἐστι, ἀλλ΄ ὀρυκτά Her. — Больбитское и Буколическое устья (Нила) - не естественные, а (искусственно) прорытые4) действительный, настоящий(ἀριστεὺς Βακτρίων ἰ. Aesch.; νότος, ζέφυρος Arst.)
-
2 ιθαγενής
ης, ες 1. местный, коренной; туземный;2. (ο) местный, коренной житель; туземец -
3 ιθαγενής
[итвгенис] επ местный, коренной.
См. также в других словарях:
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κατάγεται από την ίδια χώρα στην οποία κατοικεί, ντόπιος: Ιθαγενείς κάτοικοι της Αμερικής. – Ιθαγενής πληθυσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰθαγενής — ἰθᾱγενής , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek
ἰθαιγενέεσσι — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθαιγενέεσσιν — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθαιγενέος — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθαιγενέων — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθαιγενής — ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
ἰθαγενῆ — ἰθᾱγενῆ , ἰθαγενής born in lawful wedlock neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰθᾱγενῆ , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰθᾱγενῆ , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem acc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)