-
1 ιδιότητες
-
2 ἰδιότητες
-
3 inspection by attribute
French\ \ inspection de qualités non mesurables; contrôle aux calibres; contrôle par attributesGerman\ \ Annahmeprüfung mittels qualitativer Merkmale; AttributprüfungDutch\ \ kwalitatieve keuringItalian\ \ collaudo dei caratteri qualitativi; controllo per attributiSpanish\ \ inspección por atributosCatalan\ \ inspecció per atributs, inspecció de qualitats no mesurablesPortuguese\ \ inspecção por atributos; inspeção por atributos (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ attributkontrollGreek\ \ επιθεώρηση από τις ιδιότητεςFinnish\ \ laaduntarkastus tuotteen ominaisuuden perusteellaHungarian\ \ jelleg alapján végzett ellenõrzésTurkish\ \ niteliklere göre denetimEstonian\ \ kontroll kvalitatiivse omaduse aluselLithuanian\ \ apžiūra pagal požymius; kontrolė pagal požymiusSlovenian\ \ kvalitativni nadzorPolish\ \ inspekcja pod kątem cechRussian\ \ проверка по свойствамUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ skoðunar eigindiEuskara\ \ atributu k ikuskaritzaFarsi\ \ bazbiniye keyfiPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ الفحص بالصفاتAfrikaans\ \ attribuutinspeksieChinese\ \ 品 质 检 验 , 属 性 检 验Korean\ \ 속성형 검사 -
4 γνωριστικός
A capable of apprehending, cognitive, Pl.Def. 414c;κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. Arist.de An. 404b28
;τοῦ εἴδους Id.Ph. 194b4
;ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Id.Metaph. 1004b26
; ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή title of work ascribed to Archytas, Iamb.Comm. Math.2; capable of knowing, Plu.2.79d, Arr.Epict.2.20.21;γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5
. Adv.-κῶς, ζῆν Porph.Gaur.16.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωριστικός
-
5 ἐθνικός
A national,συστάσεις Plb.30.13.6
;διαστάσεις Id.4.21.2
;χρεῖαι D.S.18.13
;ἰδιότητες Phld.Rh.1.154
S.;διαφοραί Str.2.3.1
.II foreign, gentile, Ev.Matt.5.47;ἐθνικῇ.. ἐν σοφία Epigr.Gr.430.6
. Adv. - κῶς, opp. Ἰουδαϊκῶς, Ep.Gal.2.14.b in the Roman Empire, provincial, Cod. Just.12.63.2.6.III Gramm., indicating nationality, Str.14.2.28, D.T.636.11, A.D.Synt.190.20. Adv. -κῶς, παραχθέν ib.5, cf. Str.4.1.1, D.L.7.56.IV ἐθνικός, ὁ, tax-collector, POxy.126.13 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθνικός
См. также в других словарях:
ἰδιότητες — ἰδιότης peculiar nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek