Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἰδιότητας

См. также в других словарях:

  • ἰδιότητας — ἰδιότης peculiar nature fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αέρτιτος — ἀέρτιτος, ον λ. άγνωστης σημασίας, που χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή (a e ti to) ως προσδιορισμός κάποιας ιδιότητας τού λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *ερτιτος < ουσ. ἔρτις «είδος βοτάνου» πρβλ. λ. ἐρτί(F)φις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»