-
1 ιδιότητας
-
2 ἰδιότητας
-
3 παρασκιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκιάζω
-
4 τηρέω
Aτετήρηκα Epicur.Sent.24
, etc.:—watch over, take care of, guard, ;πόλιν Pi.
l.c., cf. Ar.V. 210;τὰς κύνας X.Cyn.6.1
; ; rarely of persons,δαιμόνων.., αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu. 579
(troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2;τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15
:—[voice] Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: [tense] fut. [voice] Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.2 τ. ὅπως.. ἔσται take care that.., Arist.Pol. 1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib. 1307b31; τ. μὴ.. cavere ne.., Ar.Th. 580, Pl.Tht. 169c;τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276
: also in [voice] Med.,τηρώμεσθ', ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται Ar. V. 372
; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib. 1386.3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.II give heed to, watch narrowly, observe, , cf. V. 364;τὰς ἁμαρτίας Th.4.60
; , cf. Pl.R. 442a;τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946
.2 watch for a person or thing, with a part.,παραστείχοντα τηρήσας S.OT 808
; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only,ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65
;τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22
, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103;τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael. 292a8
; τὴν θήραν τ. Id.HA 623a13;τ. καιρόν Id.Rh. 1382b10
:—[voice] Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN 1167b13: c. inf., watch or look out, so as to..,ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26
.4 observe, notice, [ μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41;τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13
;τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13
.5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term,τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361
;Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766
.III observe or keep an engagement,ὅρκους Democr.239
;παρακαταθήκας Isoc.1.22
;ἀπόρρητα Lys. 31.31
;εἰρήνην D.18.89
;τὸ πρέπον Phld.Po.5.35
;τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7
.2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10;ἰδιότητας Phld.Rh.1.154
S.;τὴν ποιότητα Sor.1.51
; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας.. τ. ib. 118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use. -
5 ἐπικατηγορία
ἐπικατηγορ-ία, ἡ,A further predication or characterization, τὰς ἰδιότητας τῶν ἐ. Demetr.Lac.Herc.1012.41 F., al., cf. S.E.M.10.297.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατηγορία
См. также в других словарях:
ἰδιότητας — ἰδιότης peculiar nature fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αέρτιτος — ἀέρτιτος, ον λ. άγνωστης σημασίας, που χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή (a e ti to) ως προσδιορισμός κάποιας ιδιότητας τού λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *ερτιτος < ουσ. ἔρτις «είδος βοτάνου» πρβλ. λ. ἐρτί(F)φις] … Dictionary of Greek