-
1 ἰδιοπραγία
ἰδῐο-πρᾱγία, ἡ,A pursuit of private interests, πλεονεξία καὶ ἰ. Pl.Lg. 875b; πρὸς -πραγίαν ὡρμημένος on a private venture, D.S.18.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοπραγία
См. также в других словарях:
ιδιοπραγία — ἰδιοπραγία, ἡ (Α) 1. η ασχολία με προσωπικά πράγματα 2. η επιδίωξη ατομικών συμφερόντων 3. η ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πραγία (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πέ πραγ α), πρβλ. α πραγία, δυσ πραγία] … Dictionary of Greek
ταυτοπραγώ — έω, Μ κάνω το ίδιο πράγμα ή τα ίδια πράγματα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) + πραγῶ (< πραγία < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. ματαιο πραγῶ] … Dictionary of Greek