-
1 ιδιογονία
-
2 ἰδιογονίᾳ
-
3 ιδιογονια
(ῐδ) ἥ идиогония, произведение потомства от себе подобных, спаривание с особями своего же рода Plat. -
4 ἰδιογονία
ἰδῐο-γονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογονία
-
5 ἰδιογονία
ἰδιο-γονία, ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht -
6 κοινο-γονία
κοινο-γονία, ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογονία.
-
7 κοινογονία
κοινο-γονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινογονία
-
8 κοινογονία
κοινο-γονία, ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Ggstz ἰδιογονία
См. также в других словарях:
ἰδιογονίᾳ — ἰδιογονίᾱͅ , ἰδιογονία breeding only with one s own kind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιογονία — ἰδιογονία, ἡ (Α) το να γεννά κάποιος άτομα μόνο τού δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γονια ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek