-
1 ιατρικος
31) врачебный, лечебный(τὰ ὄργανα Plat.; τέχνη Arst.; σμιλίον Plut.)
2) касающийся врачевания,(λόγοι Plat.; νόμος Plut.)
3) сведущий в искусстве врачевания, умеющий лечить(γυνή Plat.; Ἀχιλλεύς Plut.)
ἰ. περὴ τέν ψυχήν Plat. — умеющий исцелять душевные недуги4) целительный, целебный(φάρμακα Plat.; βοτάναι, δύναμις Arst.)
-
2 ιατρικός
-
3 ἰατρικός
-
4 ἰᾱτρικός
ἰᾱτρικός, ion. ἰητρικός, den Arzt betreffend; Hippocr.; λόγοι Plat. Rep. X, 599 c; in der Arzneikunde erfahren, ibd., περὶ τὴν ψυχήν Prot. 313 e; γυνὴ ἰατρική Rep. V, 455 e; – ἡ ἰατρική, sc. τέχνη, Arzneikunst, Gorg. 449 e u. öfter; ἡ ἰητρική Her. 2, 84. 3, 129; – φάρμακα, heilend, Plat. Crat. 405 a; – superl. ἰατρικώτατος, Conv. 186 d. – Adv., Sp.
-
5 ἰᾱτρικός
-
6 ἰατρικός
A of or for anἰατρός, καρκίνος IG22.47.16
(iv B.C.): - ικόν (sc. τέλος), τό, tax for maintenance of doctor, SIG437 (Delph., iii B.C.), PSI4.371, 388 (iii B.C.); so perh.τὰ ἰατρικά PCair.Zen.36.4
, 13 (iii B.C.); but -ικόν, τό, Milit., medical corps, Arr.Tact.2.1: ἡ -κή (sc. τέχνη), surgery, medicine, Hdt.2.84, 3.129, Hp.VM1, Pl.Grg. 478b, Epicur.Fr. 221, etc. Adv. - κῶς in medical terms,ἐκφέρεσθαι Phld. Po.5.29
, etc.II skilled in the medical art, Pl.R. 455e, etc.; ἰ. ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι by rule, Arist.EN 1181b2, etc.: [comp] Comp. - ώτερος ib. 1097a10;- ώτερον τῶν ἰατρικῶν Phld.Mus.p.6
K.: [comp] Sup. , Gal.Protr.10. Adv.- κῶς Alex.124.13
, etc.2 metaph.,ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Pl.Prt. 313e
.3 of drugs, efficacious,φάρμακα Hp.Ep.16
([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρικός
-
7 ιατρικός
-
8 ιατρικός
[иатрикос] επ. врачебныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιατρικός
-
9 ιατρικός
[иатрикос] επ врачебный. -
10 ιατρικός
medicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ιατρικός
-
11 medical
ιατρικός -
12 ιατρικωτέρα
ἰᾱτρικωτέρᾱ, ἰατρικόςof: fem nom /voc /acc comp dualἰᾱτρικωτέρᾱ, ἰατρικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἰᾱτρικωτέρᾱͅ, ἰατρικόςof: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
13 ιατρικά
ἰᾱτρικά, ἰατρικόςof: neut nom /voc /acc plἰᾱτρικά̱, ἰατρικόςof: fem nom /voc /acc dualἰᾱτρικά̱, ἰατρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 ἰατρικά
ἰᾱτρικά, ἰατρικόςof: neut nom /voc /acc plἰᾱτρικά̱, ἰατρικόςof: fem nom /voc /acc dualἰᾱτρικά̱, ἰατρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ιατρικώτερον
ἰᾱτρικώτερον, ἰατρικόςof: adverbial compἰᾱτρικώτερον, ἰατρικόςof: masc acc comp sgἰᾱτρικώτερον, ἰατρικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
16 ἰατρικώτερον
ἰᾱτρικώτερον, ἰατρικόςof: adverbial compἰᾱτρικώτερον, ἰατρικόςof: masc acc comp sgἰᾱτρικώτερον, ἰατρικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
17 ιητρικώτερον
ἰατρικόςof: adverbial comp (ionic)ἰατρικόςof: masc acc comp sg (ionic)ἰατρικόςof: neut nom /voc /acc comp sg (ionic) -
18 ἰητρικώτερον
ἰατρικόςof: adverbial comp (ionic)ἰατρικόςof: masc acc comp sg (ionic)ἰατρικόςof: neut nom /voc /acc comp sg (ionic) -
19 медицинский
медицинский ιατρικός· \медицинскийая помощь η ιατρική βοήθεια· \медицинскийое обслуживание η ιατρική περίθαλψη* * *медици́нская по́мощь — η ιατρική βοήθεια
медици́нское обслу́живание — η ιατρική περίθαλψη
-
20 ιατρικών
См. также в других словарях:
ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το … Dictionary of Greek
ἰατρικός — ἰᾱτρικός , ἰατρικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιατρικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο γιατρό ή την ιατρική: Ο ασθενής έχει ανάγκη από ιατρική παρακολούθηση. – Ιατρική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰητρικώτερον — ἰατρικός of adverbial comp (ionic) ἰατρικός of masc acc comp sg (ionic) ἰατρικός of neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητρικωτάτων — ἰατρικός of fem gen superl pl (ionic) ἰατρικός of masc/neut gen superl pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… … Dictionary of Greek
ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού … Dictionary of Greek
θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
νεφρολιθίαση — Ιατρικός όρος, που δηλώνει την παρουσία λίθων στα νεφρά. Βλ. λ. λιθιάσεις· νεφροπάθειες. * * * η ιατρ. σχηματισμός μονήρων ή πολλαπλών συγκριμάτων διαφόρων αλάτων στους κάλυκες και στην πύελο τών νεφρών, αλλά και στο νεφρικό παρέγχυμα, υπό μορφή… … Dictionary of Greek
ἰητρικαί — ἰατρικός of fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)