-
1 ἰήσιμος
-
2 ιησιμος
-
3 ίάσιμος
ίάσιμος, ion. ἰήσιμος, heilbar; σεαυτὸν οὐκ ἔχεις εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; ϑεός, zu besänftigen, die zürnende Göttinn, Eur. Or. 399; Ggstz ἀνίατος Plat. Gorg. 526 b; τραῦμα Legg. IX, 878 c; ἁμαρτήματα, wieder gut zu machen, Gorg. 525 b. Nach Poll. 5, 132 auch φάρμακα, heilsam.
-
4 ιασιμος
(ῑᾱ), ион. ἰήσιμος 21) излечимый, исцелимый(τραῦμα Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.)
2) поправимый(ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.)
3) могущий исправитьсяἐάν τε ἰ. ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. — (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим
4) могущий быть умилостивленным, умолимый(θεός Eur.)
-
5 ἰάσιμος
A curable, of persons, , cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg. 941d, etc.; : metaph., appeasable, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰάσιμος
-
6 ἴῃσι
См. также в других словарях:
ιήσιμος — ἰήσιμος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ιάσιμος … Dictionary of Greek
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek