-
1 Ηράκλειος
-
2 Ἡράκλειος
-
3 Ἡράκλειος
Ἡράκλειος, α, ον, also ος, ον S.Tr.51; [dialect] Ep. [suff] ἠπιο-ήειος, in [dialect] Ion. Prose [suff] ἠπιο-ήϊος, η, ον:—A of Heracles, βίη Ἡρακληείη, i.e. Heracles himself, Il. 11.690, al., Theoc.25.154, etc.; Ἡ. στῆλαι the opposite headlands of Gibraltar and Apes' Hill near Tangier, Hdt.2.33,4.8 (where - κλέων is the best reading);στᾶλαι Ἡ Pi.I.4(3).12
. Adv. - είως like Heracles, Luc.Peregr.33.II Ἡράκλειον or [suff] ἠπιο-εῖον, [dialect] Ion. - ήϊον (sc. ιερόν), τό, temple of Heracles, Hdt.2.44, al.; also, a huge drinking-cup, such as Heracles used, Ath.11.469c.2 Ἡράκλεια (sc. ἱερά), τά, his festival, Ar.Ra. 651, IG3.129;Ἡ. θύειν D.19.86
, etc.3 Ἡρακλεία, ἡ, frothy poppy, Silene viscosa, Thphr.HP9.12.5,9.15.5, Dsc.4.66.b title of poem by Rhianus.III νοῦσος Ἡρακλείη epilepsy, Hp.Mul. 1.7, cf. Gal.17(2).341; but Ἡ. πάθος elephantiasis, Aret.SD2.13.IV Ἡράκλεια λουτρά hot baths, Ar.Nu. 1051, ubi v. Sch. (also Ἡρακλέους κοῖται soft bedding, Megaclid. ap. Ath.12.512f).V λίθος Ἡρακλεία or Ἡράκλεια, ἡ, the magnet, Pl.Ti. 80c, Ion 533d, Epicur.Fr. 293; from Heraclea in Lydia, acc. to Hsch.2 πάνακες Ἡράκλειον opopanax, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἡράκλειος
-
4 Ηρακλειος
-
5 Ἡράκλειος
Ἡρᾰκλειος, -α -ον1 of Heraklesἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις I. 4.12
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς (sc. Ζεύς) I. 7.7 -
6 ηράκλειος
-
7 Ηράκλει'
Ἡράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc voc sgἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc /fem voc sgἩράκλειαι, Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc plἩράκλεια, Ἡρακλείαfem nom /voc sgἩράκλειαι, Ἡρακλείαfem nom /voc pl -
8 Ἡράκλει'
Ἡράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc voc sgἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc /fem voc sgἩράκλειαι, Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc plἩράκλεια, Ἡρακλείαfem nom /voc sgἩράκλειαι, Ἡρακλείαfem nom /voc pl -
9 Ηρακλείως
Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc acc pl (doric)Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc /fem acc pl (doric) -
10 Ἡρακλείως
Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc acc pl (doric)Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc /fem acc pl (doric) -
11 Ηράκλειον
Ἡράκλειοςof Heracles: masc acc sgἩράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc sgἩράκλειοςof Heracles: masc /fem acc sgἩράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc sg -
12 Ἡράκλειον
Ἡράκλειοςof Heracles: masc acc sgἩράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc sgἩράκλειοςof Heracles: masc /fem acc sgἩράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc sg -
13 Ηρακλεία
Ἡρακλείᾱ, Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc /acc dualἩρακλείᾱ, Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)Ἡρακλείᾱ, Ἡρακλείαfem nom /voc /acc dual——————Ἡρακλείᾱͅ, Ἡράκλειοςof Heracles: fem dat sg (attic doric aeolic)Ἡρακλείᾱͅ, Ἡρακλείαfem dat sg (attic doric aeolic) -
14 Ηρακλείων
Ἡράκλειοςof Heracles: fem gen plἩράκλειοςof Heracles: masc /neut gen plἩράκλειοςof Heracles: masc /fem /neut gen pl -
15 Ἡρακλείων
Ἡράκλειοςof Heracles: fem gen plἩράκλειοςof Heracles: masc /neut gen plἩράκλειοςof Heracles: masc /fem /neut gen pl -
16 Ηρακληιος
-
17 Ηρακλείας
Ἡρακλείᾱς, Ἡράκλειοςof Heracles: fem acc plἩρακλείᾱς, Ἡράκλειοςof Heracles: fem gen sg (attic doric aeolic)Ἡρακλείᾱς, Ἡρακλείαfem acc plἩρακλείᾱς, Ἡρακλείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
18 Ἡρακλείας
Ἡρακλείᾱς, Ἡράκλειοςof Heracles: fem acc plἩρακλείᾱς, Ἡράκλειοςof Heracles: fem gen sg (attic doric aeolic)Ἡρακλείᾱς, Ἡρακλείαfem acc plἩρακλείᾱς, Ἡρακλείαfem gen sg (attic doric aeolic) -
19 Ηρακλείη
Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc sg (epic ionic)——————Ἡράκλειοςof Heracles: fem dat sg (epic ionic)Ἡρακλείαfem dat sg (epic ionic) -
20 Ηρακλείοις
См. также в других словарях:
Ἡράκλειος — of Heracles masc nom sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
ηράκλειος — α, ο αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του Ηρακλή, τεράστιος, υπερφυσικός: Ηράκλεια δύναμη. – Ηράκλειος άθλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηράκλειος — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡρακλείως — Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl (doric) Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡράκλειον — Ἡράκλειος of Heracles masc acc sg Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc sg Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείων — Ἡράκλειος of Heracles fem gen pl Ἡράκλειος of Heracles masc/neut gen pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείοις — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut dat pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείου — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut gen sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείους — Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείῳ — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut dat sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)