-
1 ήτα
-
2 ἦτα
-
3 ἦτα
ἠτα, τό,A the letter η, Hp.VC1, Pl.Cra. 418c, Epigr.Gr.1095, AP9.385 (Steph.Gramm., v.l. ἦ): [full] ἧτα, Sch.D.T.p.486 H. (Hebr. hêth.) -
4 ἦτα
ἦτα, τό indecl. (Hippocr.; Pla. Cratyl. 418c; BGU 153, 16 and 34 [II A.D.]; Philo, Leg. Alleg. 121; Schwyzer I 140) eta seventh letter of the Gk. alphabet, as numeral=eight. In a context of numerical symbolism τὸ δεκαοκτώ• ἰῶτα δέκα, ἦτα ὀκτώ• ἔχεις Ἰησοῦν the Eighteen: Iota (is) ten, eta (is) eight: thus you have Jesus B 9:8.—S. the numeral η´. -
5 ἦτα
ἦτα, τό, indecl., der Name des siebenten Buchstaben im griechischen Alphabet.
-
6 ητα
τό indecl. эта (седьмая буква греч. алфавита - Η, η) -
7 ἦτα
ἦτα, τό, der Name des siebenten Buchstaben im griechischen -
8 ἦτα
Grammatical information: n.Meaning: the seventh letter of the alphabets (Hp., Pl.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: from Semitic, cf. Hebr. h̯ēth; s. Schwyzer 140.Page in Frisk: 1,645Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦτα
-
9 ῆτα
Η, η, ῆτα, der siebente Buchstabe des griechischen s, als Zahlzeichen η' = 8,,η = 8000. Erst spät (403 v. Chr.) wurde dieser Buchstabe von den Athenern in das zum Zeichen für das gedehnte e aufgenommen, welches früher auch durch ε bezeichnet worden war. Das Zeichen Η diente ursprünglich zur Bezeichnung des spiritus asper, woraus nachher die beiden Hälften, Η zur Bezeichnung des spiritus lenis, Ε des asper entnommen wurden, aus denen sich die jetzt üblichen Spirituszeichen bildeten -
10 ήτα
το άκλ. йта (название седьмой буквы греческого алфавита) -
11 ηθ'
ἤτε, ἤτεor also: indeclform (conj)——————ἥτε, ὅστεwho: fem nom /voc /acc sg (attic)——————Ἦτι, Ἦτιςfem voc sg——————ἦθε, ἔθωto be accustomed: imperf ind act 3rd sgἦτε, εἰμίsum: imperf ind act 2nd plἦτε, εἰμίsum: pres subj act 2nd plἦτα, ἦταh: neutἦτε, ἦτεsurely: indeclform (particle)ἦθε, ἠθέω-sift: imperf ind act 3rd sgἦθε, ἠθέω-sift: pres imperat act 2nd sgἦθε, ἠθέω-sift: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
12 ητ'
ἤτε, ἤτεor also: indeclform (conj)——————ἥτε, ὅστεwho: fem nom /voc /acc sg (attic)——————Ἦτι, Ἦτιςfem voc sg——————ἦτε, εἰμίsum: imperf ind act 2nd plἦτε, εἰμίsum: pres subj act 2nd plἦτα, ἦταh: neutἦτε, ἦτεsurely: indeclform (particle)——————ἧτε, ἵημιJa-c-io: aor subj act 2nd plἧτε, ἵημιJa-c-io: aor subj act 2nd plἧται, ἵημιJa-c-io: aor subj mid 3rd sgἧτο, κάθημαιto be seated: imperf ind mid 3rd sgἧται, κάθημαιto be seated: pres ind mid 3rd sg -
13 περι-σχίζω
περι-σχίζω, rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσϑ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσϑαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισϑεὶς ὁ ῥοῦς περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν, Plat. Prot. 315 b.
-
14 Η
Ηη (τὸ ἦτα) «эта» (7-я буква греч. алфавита, с середины II в. н.э. стала произноситься как i)ηʹ = 8;
͵η = 8000 -
15 μεταστρεφω
(aor. 1 pass. μετεστρέφθην и aor. 2 pass. μετεστράφην)1) поворачивать, обращать(τὸ πρόσωπον πρός τι Plat.)
στῆ μεταστρεφθείς Hom. — он остановился и повернулся (лицом к врагу);οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Plat. — они же, наоборот, пользуются своим искусством неправильно;μ. νόον Hom. — повернуть свою мысль в другую сторону, т.е. передумать;μ. ἐκ χόλου φίλον ἦτορ Hom. — отвратить свое сердце от гнева, т.е. перестать сердиться;ἐπὴ τὰ προειρημένα μ. Plat. — возвращаться к уже сказанному2) переворачивать, выворачивать(τοὺς λόγους ἄνω καὴ κάτω Plat.)
3) изменятьὁρᾷς γὰρ τἄμ΄ ὅσῳ μετεστράφη Eur. — ты ведь видишь, как переменилась моя судьба
4) извращать, искажать(τὰς αἰτίας Dem.; τὸ δίκαιον Arst.)
5) заменять, ставить (что-л.) вместо (чего-л.)(ἀντὴ τοῦ ἰῶτα ἦτα Plat.)
6) отменять(τὸ ψήφισμα Arph.)
-
16 частота
частотаж ἡ συχνότ'ητα [-ης]:\частота тока ἡ συχνότητα τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος· \частота пу́льса ἡ συχνότητα τοῦ σφυγμοῦ. -
17 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
18 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
19 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
20 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез
См. также в других словарях:
ἦτα — h neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήτα — το (Α ἦτα) η ονομασία τού γράμματος Η, η. [ΕΤΥΜΟΛ. < βορειοσημ. hēth βλ. εγκυκλ. λ. Η, ήτα] … Dictionary of Greek
ήτα — το (άκλ.), το γράμμα η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήτα μεσόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο που έχει μάζα 547 MeV/c2, σπιν μηδέν, ηλεκτρικό φορτίο μηδέν, μέσο χρόνο ζωής 2 x 10 19 sec, ισοσπίν μηδέν, αρνητική ομοτιμία και θετική G ομοτιμία (κβαντικός αριθμός που διατηρείται μόνο στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις και… … Dictionary of Greek
ήτα Τρόπιδος — (Αστρον.). Απομακρυσμένος αστέρας στον αστερισμό της Τρόπιδος. Είναι ένας ανώμαλος μεταβλητός τύπου καινοφανή, με ιδιόρρυθμο φασματικό τύπο και με μεγάλες μεταβολές στο μέγεθος σε πολύ ακανόνιστες περιόδους. Από το 1835 έως το 1845 αποτελούσε τον … Dictionary of Greek
Η, ήτα — Το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό heth (= φράκτης) που παριστανόταν  και δήλωνε έναν λαρυγγικό μετάστενο και διαρκή συμφωνικό φθόγγο. Αυτό τον φθόγγο (δασύ πνεύμα, h) –οοποίος δεν υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
Η η — ήτα (Α ἦτα) 1. το όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου 2. ως αριθμητ. η΄ =8 ή 8ος, ῃ=8.000 ή 8.000ός νεοελλ. μσν. 1. με το Η δηλώνεται η έβδομη ραψωδία τής Ιλιάδας και με το η η έβδομη ραψωδία τής Οδύσσειας νεοελλ. 1. φυσ. Η σύμβολο μονάδας… … Dictionary of Greek
Греческий алфавит — Тип: консонантно вокалическое письмо Языки: греческий … Википедия
Griechische Buchstaben — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Paläografie — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Schrift — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia