-
1 ἦχος
-
2 ἦχος
ἦχος, ὁ, das Klingen der Ohren -
3 πολύ-ηχος
πολύ-ηχος, = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.
-
4 ταπείν-ηχος
ταπείν-ηχος, mit leiser, schwacher Stimme, Conj. Schweigh. in Ath. III, 80 d für ὄντα πένητα.
-
5 κακό-ηχος
-
6 εὔ-ηχος
εὔ-ηχος, dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem εὔφωνος entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.
-
7 βαρύ-ηχος
βαρύ-ηχος, dasselbe, VLL. z. B. B. A. 225.
-
8 μεγαλό-ηχος
μεγαλό-ηχος, laut-, starktönend, Schol. Pind. P. 12, 35.
-
9 ὀξύ-ηχος
ὀξύ-ηχος, scharf, hell tönend, bes. von hohen Tönen, Sp., καὶ λεπτὸν φϑέγμα, Philostr.
-
10 ὁμό-ηχος
ὁμό-ηχος, zusammentönend, Hes. s. v. ὁμοῤῥοϑοῦντες.
-
11 ἄντ-ηχος
-
12 ἄ-ηχος
ἄ-ηχος, lautlos, Sp., z. B. Schol. Eur. Phoen. 967.
-
13 ἔν-ηχος
-
14 ἔξ-ηχος
ἔξ-ηχος, mißtönend, abgeschmackt, Sp.
-
15 σμάραγος
σμάραγος, ὁ, E. M. u. Schol. Il. 16, 463 erkl. ὁ ἀπὸ σπαραγμοῠ ἦχος.
-
16 κύμβαλον
-
17 κερατο-ειδής
κερατο-ειδής, ές, hornartig; χιτών, Hornhaut, Poll. 2, 70; Medic.; – ἦχος, von den durch die Nase gesprochenen Buchstaben μ u. ν, D. Hal. de C. V. 14; – hornförmig, τὸ κ. τῆς σελήνης Sp.
-
18 εὐ-κέραστος
εὐ-κέραστος, wohlgemischt, temperirt, ἦχος D. Hal. C. V. p. 158; Plut. fac. orb. lun. 5.
-
19 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
-
20 βομβ-ώδης
См. также в других словарях:
ἦχος — sound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ήχος — ο 1. μορφή ενέργειας που παράγει ένα σώμα που βρίσκεται σε παλμική κίνηση: Διάδοση του ήχου. – Ανάκλαση του ήχου. – Ένταση και ύψος του ήχου. 2. καθετί που αντιλαμβανόμαστε με την ακοή: Διαπεραστικός μεταλλικός ήχος. – Εκπέμπω ή παράγω ήχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
ἠχός — ἄγω lead perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχοι — ἦχος sound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχον — ἦχος sound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… … Wikipedia
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek