-
61 συν-επ-ακτήρ
συν-επ-ακτήρ, ῆρος, ὁ, Mitjäger, Sp.
-
62 συν-ευαστήρ
συν-ευαστήρ, ῆρος, ὁ, der die bacchische Feier Mitfeiernde, Orph. H. 1, 34.
-
63 συν-δρηστήρ
συν-δρηστήρ, ῆρος, ὁ, ion. statt συνδραστήρ, = συνεργός, der Mitthuende (?).
-
64 συν-ακτήρ
συν-ακτήρ, ῆρος, ὁ, der zusammenführt oder -bringt; der Schaamgürtel, VLL.
-
65 συν-δοτήρ
συν-δοτήρ, ῆρος, ὁ, Mitgeber (?).
-
66 συν-οικιστήρ
συν-οικιστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Pind. Συρακοσσᾶν Ol. 6, 6, γαίας frg. 185.
-
67 συν-οικητήρ
συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Simond. mul. 102.
-
68 συλ-ληπτήρ
συλ-ληπτήρ, ῆρος, ὁ, Gehülfe, Beistand.
-
69 συλ-λῃστήρ
συλ-λῃστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Sp.
-
70 σφρᾱγιστήρ
σφρᾱγιστήρ, ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).
-
71 σφυρωτήρ
-
72 σφιγκτήρ
σφιγκτήρ, ῆρος, ὁ, 1) das was zuschnürt, zubindet, womit man schnürt, bindet, Schnur, Band, bes. Arm-u. Kopfband, κόμης Antp. Sid. 21 (VI, 206). – 2) der runde Muskel an der Oeffnung des Afters zum Verschließen desselben, Strat. 6 (XII, 7). – 3) bei den Tarentinern eine Art Rock, χιτών, der mit einer Schnur zugezogen wurde, Hesych.
-
73 σφαιρωτήρ
σφαιρωτήρ, ῆρος, ὁ, ein lederner Riemen, die Schuhe zu schnüren, wozu das Leder rund im Kreise ausgeschnitten sein soll, LXX.
-
74 σχαστήρ
σχαστήρ, ῆρος, ὁ, die Stellfalle (?).
-
75 σωτήρ
σωτήρ, ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ, Ar. Th. 1009, Retter, Erhalter, Befreier, Beglücker; ἀνϑρώπων, Ἑλλάδος, H. h. 21, 5, Her. 7, 139; u. c. gen. der Sache, von der er befrei't, rettet, Eur. Med. 360 Heracl. 640. – Oft Ζεύς, Pind. Ol. 5, 17 I. 5, 8; ihm ward bei Trinkgelagen der dritte Becher Weins dargebracht, vgl. Aesch. Eum. 730; Plat. Legg. III, 692 a Ep. VII, 334, d. Daher sprichwörtlich τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, zum dritten Male, da aller guten Dinge drei sind, Heind. zu Plat. Charm. 167 a; überh. Schutzgott, Her. 8, 138; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; νῠν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσϑι, ἄναξ Ἄπολλον, Ag. 498; auch fem., Τύχη, 650; πειϑαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνή, σωτῆρος, Spt. 207; σωτῆρας αὐτοὺς (τοὺς ϑεούς) ἠπίους ϑ' ἡμῖν μολεῖν, Soph. Phil. 728, Φοῖβος δ' ἅμα σωτήρ ϑ' ἵκοιτο καὶ νόσου παυστήρι ος, O. R. 150, vgl. 304. u. öfter. wie Eur. u. Ar. in Prosa; ἀρετῆς, Plat. Rep. VIII, 549 b, τῆς Δακεδαίμονος, Conv. 209, du. öfter, u. Folgde.
-
76 σω-φρονιστήρ
σω-φρονιστήρ, ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής; Plut. Cat. mai. 27; γυναικῶν, S. Emp. adv. mus. 11; im plur. die Weisheitszähne, Hippocr.
-
77 σωματο-φρουρητήρ
σωματο-φρουρητήρ, ῆρος, ὁ, = σωματοφύλαξ, Maneth. 4, 232.
-
78 σαυρωτήρ
σαυρωτήρ, ῆρος, ὁ, das untere Ende der Lanze, des Speerschaftes; Il. 10, 153; Her. 7, 41 (wofür Ath. XII, 514 στύρακες sagt); Pol. 6, 25, 6. 11, 18, 4; sonst οὐρίαχος; bes. eine Art von eiserner Spitze, die Lanze. damit in die Erde zu stecken, auch im Nothfall damit zu fechten; übh. Lanze, Speer, Leon. Tar. 32 (VI, 110).
-
79 σαωτήρ
-
80 σκαπτήρ
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek