-
121 χερμαστήρ
-
122 χειλωτήρ
-
123 χιμαρο-σφακτήρ
χιμαρο-σφακτήρ, ῆρος, ὁ, Ziegenschlächter, -mörder, λύκος Eryc. 7 (IX, 558).
-
124 χεῖμα
χεῖμα, ατος, τό, eigtl. wie χεῦμα, Guß, bes. Regenguß. Dah. die Jahreszeit der anhaltenden Regengüsse, der Winter, der in den südlichen Gegenden bes. in Regen und Sturm besteht, Wintersturm, Kälte, Frost; ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od. 14, 487; οὐποτε καρπὸς ἀπολείπει, χείματος οὐδὲ ϑέρευς 7, 118; ὅγε χεῖμα μὲν εὕδει ἐν κόνι, im Winter, 11, 190; vgl. Hes. O. 662, χείματος ὥρη 452; οὔτε χείματος τέκμαρ, οὔτ' ἀνϑεμώδους ἦρος Aesch. Prom. 452; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς Ag. 5; πάγου χυϑέντος οἷα χείματι Soph. Phil. 293; Eur. Andr. 749. 892; vom Sturm, Ggstz von ϑάλπος, Plat. Ax. 371 d; χείματι πλαζόμενος Ep. ad. 31 (XII, 156). – Uebtr., heftige Gemüthsbewegung, Sturm der Leidenschaft, auch Unglück, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος Aesch. Ag. 874, vgl. 613, u. so auch bei Sp.
-
125 χῑλωτήρ
-
126 ψυκτήρ
ψυκτήρ, ῆρος, ὁ, das Kühlgefäß, ein großes, wahrscheinlich mit Wasser gefülltes Gefäß, das man bei Gastmählern auf einem Dreifuße auf die Tafel stellte, um den Wein darin kühl zu halten; com. bei Ath. XI, 502 c; vgl. Plat. Conv. 213 e; Plut. Alex. 72; auch γάλακτος, Philostr. imagg. 1, 31. – Οἱ ψυκτῆρες, schattige, kühle Orte zur Erquickung, s. Ruhnk. ad. Tim. 278.
-
127 ψευστήρ
-
128 ψαλτήρ
ψαλτήρ, ῆρος, ὁ, der Spieler eines Saiteninstruments. Auch das Saiteninstrument selbst, Sp.
См. также в других словарях:
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] … Dictionary of Greek
παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] … Dictionary of Greek
παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] … Dictionary of Greek