-
1 σκαπτήρ
-
2 σκαπτήρ
σκαπτήρ, ῆρος, ὁ, der Grabende -
3 ἀμαρη-σκαπτήρ
ἀμαρη-σκαπτήρ, ῆρος, ὁ, der Kanalgräber, Maneth. 4, 252.
-
4 σκάπτειρα
-
5 ἀμαρησκαπτήρ
См. также в других словарях:
σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] … Dictionary of Greek
σκαπτῆρα — σκαπτήρ digger masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτῆρας — σκαπτήρ digger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρησκαπτήρ — ἀμαρησκαπτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που σκάβει την αμάρα για διεύρυνση ή καθαρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα + σκαπτήρ] … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκάπτειρα — ἡ, Α βλ. σκαπτήρ … Dictionary of Greek