-
1 ἤτριον
A warp (the woof being κρόκη), Pl.Phdr. 268a, Theoc.18.33, AP6.288 (Leon., pl.): in pl., a thin, fine cloth, such that one could see between the threads,ἤτρια πέπλων E. Ion 1421
; ἤτρια βύβλων leaves made of strips of papyrus, prob. cj. in AP 9.350 (Leon. Alex.);τὸ διὰ ἠτρίου ἠθημένον Gal.19.98
.
См. также в других словарях:
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek