Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἤραρον

См. также в других словарях:

  • ἤραρον — ἀραρίσκω join aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀραρίσκω join aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»