-
41 πάρ-οδος
πάρ-οδος, ἡ, 1) der Weg vorbei, παρὰ πύργον, Thuc. 3, 21 u. Folgde; ἐν τῇ παρόδῳ, im Vorbeigehen, Thuc. 1, 126; ἐκ παρόδου, ἐν παρόδῳ, beiläufig, Pol. 5, 68, 8 u. Sp. – 2) der Weg zu Etwas heran, Xen. An. 4, 7, 4 Hell. 6, 4, 27 u. A. – 3) das Auftreten, z. B. eines Redners, bes. aber das erste feierliche Auftreten des Chors in der Orchestra, welches von den Seiten her geschah, und der Zugang selbst, durch welchen der Chor eintrat, und der erste Gesang, den der gesammte Chor in der Tragödie nach seinem Auftreten anstimmte, s. Herm. Arist. poet. 12; vgl. Poll. 4, 108. 126. 128; ἐκ παρόδων παρέρχεσϑαι, im Ggstz κατὰ μέσας τὰς ϑύρας, Ath. XIV, 622 c. – Uebertr. sagt Plut. def. orac. 39 τοῖς τότε λόγοις αὐτὸς ἀρχήν τινα καὶ πάροδον ἐνδέδωκας. – 4) auf dem Schiffe ein Gang über die ganze Länge des Verdeckes neben den Rudern hin, agea der Lat., Poll. 1, 88, παρὰ τοὺς ϑρανίτας; vgl. Ath. V, 203 f; Plut. Demetr. 43.
-
42 πάρ-οδος [2]
πάρ-οδος, ὁ, = παροδίτης, LXX.
-
43 πέρ-οδος
-
44 σύν-οδος
σύν-οδος, = συνοδοιπόρος, Reisegefährte; ναῦς ζωῆς καὶ ϑανάτου σύνοδος Antiphil. 42 (VII, 635).
-
45 σύν-οδος [2]
σύν-οδος, ἡ, Zusammenkunft, Versammlung; Eur. Hec. 109; νυκτερινή, Ar. Equ. 475; zum Berathschlagen, Her. 9, 27; σύνοδοι καὶ δεῖπνα, Plat. Theaet. 173 d; καὶ κοινωνίαι, Legg. I, 640 a, u. öfter; ξυνόδους ξυνιέναι, Conv. 197 d; ξυνόδους ποιεἶσϑαι, zusammenkommen, Legg. VI, 771 d; = συνουσία, Arist. H. A. 5, 5; Plut. Lyc. 15, öfter; – auch im feindlichen Sinne, Zusammentreffen, Thuc. 5, 70 u. öfter; ὀξεῖα, Plut. Cam. 17. – Auch das Zusammenkommen vor den Schiedsrichtern, Dem. 54, 29. – Von leblosen Dingen, das Zusammenkommen, χρημάτων σύνοδοι, Geldeinkünfte, Her. 1, 64; ἡ τῆς πιλήσεως ξύνοδος, Plat. Tim. 58 b; ὕδατος, 61 a.
-
46 τρι-πάρ-οδος
τρι-πάρ-οδος, mit dreifachem Zugange, ναῦς, Moschio bei Ath. V, 207 c.
-
47 τρί-οδος
τρί-οδος, ἡ, = τριοδία, Dreiweg; Pind. P. 11, 38; Theogn.; Aesch. frg. 161; Eur. Suppl. 1211; Plat. Gorg. 524 a u. öfter, u. Folgde; ἐκ τριόδου, vom Dreiwege, aus dem gemeinen Leben, Luc. Peregr. 3 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. p. 38.
-
48 τετρά-οδος
τετρά-οδος, ἡ, = Vorigem, Orac. bei Paus. 8, 9, 2.
-
49 φιλ-έξ-οδος
φιλ-έξ-οδος, gern ausgehend, Epicharm.
-
50 ψευδ-έφ-οδος
ψευδ-έφ-οδος, ἡ, falscher, verstellter Angriff, Polyaen. 3, 9,32, doch ist die Lesart unsicher.
-
51 κάτ-οδος
-
52 κάθ-οδος
κάθ-οδος, ἡ, der Weg hinab, Luc. D. mort. 27, 1, das Hinuntergehen, z. B. in die Unterwelt, Plut. Is. et Os. 69; τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καϑόδῳ ἡ ἡδονή, d. i. beim Hinunterschlucken, Arist. part. an. 4, 11. – Gew. die Rückkehr, καϑόδου δί. δωσι μισϑὸν Εὐρυσϑεῖ μέγαν Eur. Herc. Fur. 19; bes. der Verbannten in ihr Vaterland, Her. 1, 60 u. öfter, in der ion. Form κάτοδος; Thuc. ψηφισαμένων αὐτῶν Ἀλκιβιάδῃ κάϑοδον καὶ ἄδειαν 8, 81; Plat. Legg. IX, 867 d; Xen. Hell. 1, 1, 22 u. öfter; Lys. 18, 10; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν Pol. 2, 41, 4; Plut. öfter.
-
53 εὐ-πρός-οδος
εὐ-πρός-οδος, leicht zugänglich, von Oertern, Xen. Hell. 6, 5, 24; τὰ εὐπροςοδώτατα, sc. χωρία, An. 5, 4, 30; ἐκάϑισε τὸ στράτευμα ἔνϑα ᾤετο εἶναι εὐπροςοδώτατον ὅσα δεῖ προςκομίζεσϑαι Cyr. 6, 1, 23, wohin Alles, was herbeizuschaffen war, leicht geschafft werden konnte. – Von Personen, zugänglich, leutselig, πᾶσιν Thuc. 6, 57; Xen. Ages. 9, 2 u. Sp., wie Plut. Popl. 4. – Adv., Poll. 5, 139.
-
54 εὐ-πάρ-οδος
εὐ-πάρ-οδος, leicht zugänglich, Strab. III, 148.
-
55 εὐ-δι-έξ-οδος
εὐ-δι-έξ-οδος, leicht herausgehend, Hippocr., vom Stuhlgange.
-
56 εὐ-δί-οδος
εὐ-δί-οδος, leicht durchgehend, Theophr., Medic.; ἕξις, leicht transspirirend, Arist. probl. 7, 4.
-
57 εὐ-μέθ-οδος
εὐ-μέθ-οδος, auf gute Weise, methodisch, Sp. – Adv., Aristaenet. 1, 13.
-
58 εὐ-έφ-οδος
εὐ-έφ-οδος, leicht zugänglich, leicht anzugreifen, Xen. Cyr. 2, 4, 13, χωρία; Pol. 1, 26, 2 u. öfter.
-
59 εὐ-έξ-οδος
εὐ-έξ-οδος, mit gutem Ausgange, woraus man leicht herauskommen kann, Aesch. Pers. 674; Arist. Pol. 7, 5; ὕδωρ, leicht herausgehend, probl. 3, 22.
-
60 εἴς-οδος
εἴς-οδος, ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱπ-πία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen ( Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴςοδός ἐστι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; παρασχεῖν εἴςοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ εἴςοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp.
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)