Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνοδοιπόρος

См. также в других словарях:

  • συνοδοιπόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρος — ο, ΝΜΑ σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ. β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με …   Dictionary of Greek

  • συνοδοιπόρος — ο 1. συνταξιδιώτης, σύντροφος σε κάποιο ταξίδι. 2. αυτός που συμβαδίζει ιδεολογικά με κάποιον άλλο: Οι κεντρώοι κατηγορήθηκαν ως συνοδοιπόροι των κομουνιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοδοιπόροις — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat pl συνοδοιπόρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρου — συνοδοίπορος fellow traveller masc gen sg συνοδοιπόρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρους — συνοδοίπορος fellow traveller masc acc pl συνοδοιπόρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρων — συνοδοίπορος fellow traveller masc gen pl συνοδοιπόρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρῳ — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat sg συνοδοιπόρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρε — συνοδοιπόρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόροι — συνοδοιπόρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοδοιπόρον — συνοδοιπόρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»