-
1 συνοδοιπορος
-
2 συνοδοιπόρος
συνοδοιπόροςmasc nom sg -
3 συνοδοιπόρος
-
4 συνοδοιπόρος
[синодипорос] ουσ α спутник. -
5 συνοδοιπόρος
συνοδοιπόρ-ος (parox.), ὁ,A fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 ([place name] Crete); as epith. of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοδοιπόρος
-
6 συνοδοιπόρος
συν-οδοι-πόρος, mitwanderend; Reisegefährte -
7 συνοδοιπόροις
συνοδοίποροςfellow-traveller: masc dat plσυνοδοιπόροςmasc dat pl -
8 συνοδοιπόρου
συνοδοίποροςfellow-traveller: masc gen sgσυνοδοιπόροςmasc gen sg -
9 συνοδοιπόρους
συνοδοίποροςfellow-traveller: masc acc plσυνοδοιπόροςmasc acc pl -
10 συνοδοιπόρων
συνοδοίποροςfellow-traveller: masc gen plσυνοδοιπόροςmasc gen pl -
11 συνοδοιπόρε
συνοδοιπόροςmasc voc sg -
12 συνοδοιπόροι
συνοδοιπόροςmasc nom /voc pl -
13 συνοδοιπόρον
συνοδοιπόροςmasc acc sg -
14 ξυνοδοιπόρους
συνοδοιπόρους, συνοδοίποροςfellow-traveller: masc acc plσυνοδοιπόρους, συνοδοιπόροςmasc acc pl -
15 ξυνοδοιπόρων
συνοδοιπόρων, συνοδοίποροςfellow-traveller: masc gen plσυνοδοιπόρων, συνοδοιπόροςmasc gen pl -
16 συνοδοιπόρω
-
17 συνοδοιπόρῳ
-
18 σύν-οδος
σύν-οδος, = συνοδοιπόρος, Reisegefährte; ναῦς ζωῆς καὶ ϑανάτου σύνοδος Antiphil. 42 (VII, 635).
-
19 ξυνοδοιπόροι
συνοδοιπόροι, συνοδοιπόροςmasc nom /voc pl -
20 συνοδευτής
A = συνοδοιπόρος, Sch.Ar.Ra. 400.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοδευτής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνοδοιπόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρος — ο, ΝΜΑ σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ. β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με … Dictionary of Greek
συνοδοιπόρος — ο 1. συνταξιδιώτης, σύντροφος σε κάποιο ταξίδι. 2. αυτός που συμβαδίζει ιδεολογικά με κάποιον άλλο: Οι κεντρώοι κατηγορήθηκαν ως συνοδοιπόροι των κομουνιστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνοδοιπόροις — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat pl συνοδοιπόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρου — συνοδοίπορος fellow traveller masc gen sg συνοδοιπόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρους — συνοδοίπορος fellow traveller masc acc pl συνοδοιπόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρων — συνοδοίπορος fellow traveller masc gen pl συνοδοιπόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρῳ — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat sg συνοδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρε — συνοδοιπόρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόροι — συνοδοιπόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρον — συνοδοιπόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)