-
41 'ξω
ἔξω, ἔξωout: indeclform (adverb)ἔξω, ἔσσομαιsum.aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
42 ἐξωτάτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτάτω
-
43 ἐξωτέρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτέρω
-
44 ἐξωβάδια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωβάδια
-
45 ἐξώβλητος
ἐξώ-βλητος, ον,A outcast, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώβλητος
-
46 ἐξωτεριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτεριαῖος
-
47 ἐξωτερικός
A external, belonging to the outside, τὰ ἐ. the exterior members, such as hands and feet, Arist. GA 786a26; ἐ. ἀρχή foreign dominion, Id.Pol. 1272b19; ἐ. πράξεις external activities, ib. 1325b22; ἐ. ἀγαθά ib. 1323b25; οἱ ἐ. persons outside the Pythagorean school, Iamb.VP32.226.II οἱ ἐ. λόγοι popular arguments or treatises, opp. οἱ κατὰ φιλοσοφίαν, Arist.EE 1217b22, Pol. 1278b31, Metaph. 1076a28, EN 1102a26, al.;ταῦτα -κωτέρας σκέψεως Id.Pol. 1254a33
; ἐ. λόγοι, opp. ἀκροαματικοί or ἐσωτερικοί (q. v.), Gell.20.5.2; ἐ. διάλογοι, opp. τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα, Plu.2.1115b; cf. ἐσωτερικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτερικός
-
48 ἐξωτικός
A foreign,οἰκονομίαι Iamb.VP21.97
; of a plant, PHolm.17.31; outlying, (vi A.D.); alien, opp. συγγενής, CIG 2686 ([place name] Iasos); of heirs, Just.Nov.22.20.2;ὑμνῳδοί IGRom.4.353
c11 (Pergam.); ἐ. ἑστιάσεις banquets in other men's houses, opp. ἰδιωτικαἱ, Epict.Ench.33.6(v.l.).3 Adv. - κῶς f.l. in Democr.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτικός
-
49 ἐξωφανής
ἐξω-φᾰνής, ές,A convex, of mirrors, Phlp.in Mete.28.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωφανής
-
50 ἐξώφορος
ἐξώ-φορος, ον,A brought out, published,ἐ. ποιήσασθαι Iamb.VP34.247
, cf.Stob.2.7.11k.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώφορος
-
51 ἐξωχείριον
ἐξω-χείριον ποιῶ, = Lat.A emancipare, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωχείριον
-
52 ἐξωχειριότης
ἐξω-χειριότης, = Lat.A emancipatio, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωχειριότης
-
53 ἐξώκοιτος
ἐξώ-κοιτος, draußen schlafend, liegend; ὁ ἐξ., ein Seefisch, der, um zu schlafen, ans Land geht -
54 ἐξώπροικα
ἐξώ-προικα, τά, das lat. parapherna -
55 ἐξώπυλος
-
56 ἐξωφόρος
-
57 dış
έξω, εξωτερικός, εκτός -
58 dışari
έξω, εξωτερικοί -
59 dehors
έξω -
60 out
έξω
См. также в других словарях:
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
Έξω Μουλιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 356 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται προς τη βόρεια ακτή, 54 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek