Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνώτια

См. также в других словарях:

  • ἐνώτια — ἐνώτιον ear ring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • INAURES — ornamentum aureum, cuius apud Vett. usus, qui tamen hodieque apud alios non plane obsolevit. De eo sic Isid. Orig. l. 19. c. 21. Inaures ab aurium foraminibus nuncupatae, quibus pretiosa gener a lapidum dependuntur. Harum usus in Graecia: puellae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Almopia — Gemeinde Almopia Δήμος Αλμωπίας …   Deutsch Wikipedia

  • Kariophilis Mitsakis — (auch in der Transkription Kariophiles Metsakes, griechisch Καριοφίλης Μητσάκης, auch mit verkürztem Vornamen Karolos Κάρολος, * 12. Mai 1932 in Thessaloniki) ist ein griechischer Byzantinist und Neogräzist. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2… …   Deutsch Wikipedia

  • STROBILUS — Graece ςτρόβυλος seu ςτροβύλιον, proprie pineam nucem siguificat, qualem in insignibus suis Augustam Vindelicorum praeferre, ex Velsero diximus, suô locô: ob similitudinem, Inauris genus, gestamen ex auro Barbarorum quorundam. Ideo Beatus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφουδίς — ἀμφουδὶς (επίρρ) (Α) συναντάται μια μονό φορά στον Όμηρο (ρ 237) με προβληματική ερμηνεία σημαίνει πιθ. «από το έδαφος», «από τη μέση». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Η αρχαία ερμηνεία «κοντά στο έδαφος» (< ἀμφ(ι) * + οὖδας «έδαφος»)… …   Dictionary of Greek

  • ενλόβιον — και ελλόβιον ἐνλόβιον και ἐλλόβιον (Α) [λοβός] το κόσμημα που τοποθετείται στον λοβό τού αφτιού, το ενώτιον, το σκουλαρίκι (και κατά τον Ησύχ., «ἐνλόβια ἐνώτια» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»