Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡ+ἐρήμη

  • 1 ερημη

         ἐρήμη
        ἥ
        1) (sc. δίκη, γραφή или δίαιτα) заочное судебное разбирательство или решение
        

    ἐρήμην κατηγορεῖν Plat. — обвинять заочно, т.е. в отсутствие обвиняемого;

        ἐρήμην καταγιγνώοκειν или καταδιαιτᾶν τινος Dem.осудить кого-л. заочно;
        ἐρήμην καταδικάζειν Arst., Dem. — вынести приговор заочно;
        ἐρήμην αἱρεῖν Dem.добиться заочного осуждения

        2) пустота

    Древнегреческо-русский словарь > ερημη

  • 2 έρημος

    η, ο [ος, ον ] 1.
    1) лишённый (друзей и т. п.);

    έρημ από συντρόφους — лишённый товарищей;

    μόνος κι' έρημος — один-одинёшенек;

    2) одинокий, покинутый, опустелый; заброшенный;

    έρημο σπίτι — заброшенный дом;

    3) безлюдный, пустынный, необитаемый;

    έρημη ακρογιαλιά — пустынный берег;

    4) перен. несчастный, обездоленный;
    5) превращённый в пустыню, опустошённый, разорённый;

    στην έρημη γη — в опустошённой земле;

    § τα έρημα τα ξένα — проклятая чужбина;

    ο φόβος φυλάει τα ερ(η)μα погов, страх (перед законом) — лучший сторож;
    2. (η) пустыня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρημος

  • 3 ερημος

        I
        2 и 3, атт. тж. ἔρημος 2
        1) пустынный, безлюдный
        

    (νῆσος Hom.; πάγος Aesch.; λιμήν Thuc.)

        ὅ ἀγὼν οὗτος ἐρημότερος γεγένηται ἢ ἐγὼ προσεδόκων Lys. — в этом процессе оказалось меньше участников, чем я предполагал

        2) покинутый, брошенный
        

    (ἐ. κἄφιλος ἀνήρ Soph.)

        τὰ ἐρῆμα (sc. πρόβατα) φοβεῖται Hom. — брошенные (пастухом овцы) разбегаются;
        ἐ. πλάνος Soph.одинокое скитание

        3) ( о животных) одиноко живущий (не стаями)
        

    (ὄρνιθες Plut.)

        4) лишенный, не имеющий
        

    (συμμάχων Her., Plut.; πατρὸς καὴ μητρός Plat.; πάντων Plut.)

        ἐ. πρὸς φίλων Soph. — лишенный друзей, без друзей;
        ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τέν πόλιν ποιεῖν Plat.избавить государство от дурных людей

        5) юр. не имеющий наследников, выморочный
        

    (κλῆροι Isae.)

        6) юр. решаемый в отсутствие обвиняемого или ответчика, заочный
        

    (δίκη Dem.; καταδίκη Plut.)

        ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Thuc.заочно вынести кому-л. смертный приговор

        II
        атт. тж. ἔρημος ἥ (sc. χώρα) пустыня, безлюдная местность Her. etc.
         III
        ἥ (sc. δίκη, γραφή или δίαιτα) юр. судебное разбирательство или приговор в отсутствии обвиняемого или ответчика, заочное решение Lys., Dem.

    Древнегреческо-русский словарь > ερημος

См. также в других словарях:

  • ἐρήμη — ἐρή̱μη , ἐρῆμος desolate fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρήμῃ — ἐρή̱μῃ , ἐρῆμος desolate fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Erimi — Ερήμη Country Cyprus District Limassol District Government  – Mayor Panicos Hadjichambis Population (2001 …   Wikipedia

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Massacre De Psara — Le massacre de Psara fut perpétré par les Ottomans contre la population grecque de l’île de Psara en juillet 1824. Il constitue un des épisodes de la guerre d indépendance grecque. Psara était une île d armateurs et de marins dont la flotte… …   Wikipédia en Français

  • Massacre de Psara — Le massacre de Psara fut perpétré par les Ottomans contre la population grecque de l’île de Psara en juillet 1824. Il constitue un des épisodes de la guerre d indépendance grecque. Psara était une île d armateurs et de marins dont la flotte… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»