Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

έρημ

  • 1 έρημος

    η, ο [ος, ον ] 1.
    1) лишённый (друзей и т. п.);

    έρημ από συντρόφους — лишённый товарищей;

    μόνος κι' έρημος — один-одинёшенек;

    2) одинокий, покинутый, опустелый; заброшенный;

    έρημο σπίτι — заброшенный дом;

    3) безлюдный, пустынный, необитаемый;

    έρημη ακρογιαλιά — пустынный берег;

    4) перен. несчастный, обездоленный;
    5) превращённый в пустыню, опустошённый, разорённый;

    στην έρημη γη — в опустошённой земле;

    § τα έρημα τα ξένα — проклятая чужбина;

    ο φόβος φυλάει τα ερ(η)μα погов, страх (перед законом) — лучший сторож;
    2. (η) пустыня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρημος

См. также в других словарях:

  • ἔρημ' — ἔρημαι , ἐράομαι love pres ind mp 1st sg ἔρη̱μα , ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl (attic) ἔρη̱με , ἐρῆμος desolate masc/fem voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Malamirovo Inscription — Malamirovo or Hambarli Inscription is a Bulgarian Greek inscription of around 813 AD, commemorating Bulgarian victories of Krum over the Byzantines, now preserved in the Varna Archaeological Museum. Contents 1 Text 1.1 Translation 2 See also …   Wikipedia

  • ερημιά — και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία) 1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση τού ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου 2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά 3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων») αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… …   Dictionary of Greek

  • κελητίτης — ο στον πληθ. οι κελητίτες ναυτ. οι κωπηλάτες που αποτελούν το πλήρωμα τού κέλητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, πολ ίτης). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. κελητῖται, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • κλιβανίτης — και κριβανίτης, ὁ (Α) 1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός* 2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, στεφαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κροκοδιλίτης — κροκοδιλίτης, ὁ (Α) παγιδευτικό σόφισμα τής αρχαιότητας που τό καταγράφει ο Λουκιανός στο έργο του Βίων πράσις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, οδ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • οδίτης — ο (ΑΜ ὁδίτης, Α δωρ. τ. ὁδίτας) οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • παραρριπισμός — ὁ, ΜΑ, και παραριπισμός Μ [παραρριπίζω] 1. η ενέργεια τού παραρριπίζω 2. ψυχική διαταραχή («παραριπισμοὶ συνειδήσεως», Μάρκ. Ερημ.) …   Dictionary of Greek

  • ρημάζω — Ν 1. (μτβ.) καταστρέφω, ερειπώνω, ερημώνω («ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα») 2. ταλαιπωρώ, εξαντλώ («μάς ρήμαξε στη δουλειά») 3. (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι («ρήμαξε από τα γηρατειά») 4. φρ. «τόν ρήμαξε στο ξύλο» τόν έδειρε ανελέητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • συμμορίτης — ο, ΝΑ, θηλ. συμμορίτισσα Ν νεοελλ. μέλος συμμορίας αρχ. μέλος καθεμιάς από τις φορολογούμενες ομάδες στις οποίες ήταν διαιρεμένοι οι ευπορότεροι Αθηναίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία + κατάλ. ίτης (πρβλ. ἐρημ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»