Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ+σταϑερή

  • 61 непреклонный

    επ., βρ: -бнен, -онна, -о; άκαμπτος, αλύγιστος• ακούνητος, ακράδαντος, ατράνταχτος•

    -ая воля αλύγιστη (σταθερή) θέληση•

    -ое решение αμετάκλητη απόφαση•

    непреклонный характер άκαμπτος χαρακτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > непреклонный

  • 62 прочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. στερεός, γερός• ανθεκτικός•

    прочный материал γερό ύφασμα•

    прочный мост στέρεο γεφύρι.

    2. μτφ. σταθερός, μόνιμος, πάγιος•

    прочный мир σταθερή ειρήνη.

    Большой русско-греческий словарь > прочный

  • 63 птичий

    -ья, -ье
    επ.
    1. του πτηνού, του πουλιού•

    -ье гнездо φωλιά του πουλιού•

    -ье мясо κρέας πουλιού•

    -ья клетка κλουβί πουλιού•

    птичий корм πτηνοτροφή.

    2. σαν του πουλιού•

    -ьж глаза μάτια σαν του πουλιού (μικρά).

    εκφρ.
    птичий глаз – είδος σφένδαμνου•
    птичий дворβλ. птичник (1 σημ.)• на -ьих правах η μη σταθερή εξασφάλιση ή κατοχύρωση• σήμερα έχω, αύριο όεν έχω•
    - ье молоко – του πουλιού το γάλα (αφθονία αγαθών).

    Большой русско-греческий словарь > птичий

  • 64 равновесие

    ουσ.
    1. ισορροπία•

    устойчивое равновесие σταθερή ισορροπία•

    привести в равновесие ισορροπώ κάτι•

    вывести из -я διαταράσσω (χαλνώ) την ισορροπία•

    терять равновесие χάνω την ισορροπία.

    2. μτφ. ηρεμία•

    душевное равновесие ψυχική ηρεμία.

    Большой русско-греческий словарь > равновесие

  • 65 севосмен

    α.
    αμειψισπορά (μη σταθερή).

    Большой русско-греческий словарь > севосмен

  • 66 солидничать

    ρ.δ. κρατώ σταθερή στάση.

    Большой русско-греческий словарь > солидничать

  • 67 стойкий

    επ., βρ: стоек, стойка, стойко; стойче.
    1. γερός, αντοχής, ανθεκτικός•

    стойкий кирпич γερό τούβλο•

    -ая краска χρώμα αντοχής.

    || μτφ. σταθερός, έμμονος•

    -ая уверенность σταθερή πεποίθηση.

    2. μτφ. ακλόνητος, ανένδοτος, ατράνταχτος•

    стойкий человек σταθερός άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > стойкий

  • 68 теплокровные

    -ых πλθ: -ые животные τα ζώα με σταθερή θερμοκρασία (ανεξάρτητα από το περιβάλλον).

    Большой русско-греческий словарь > теплокровные

  • 69 уверенный

    επ. από μτχ.
    σταθερός, σίγουρος, αταλάντευτος, ακλόνητος•

    -ая походка σταθερό βάδισμα•

    -ая рука σταθερό χέρι•

    уверенный голос σταθερή φωνή.

    || πεποισμένος, βέβαιος•

    я -рен είμαι πεπο ισμένος (βέβαιος)•

    -рен в себе είμαι σίγουρος, με πίστη στον εαυτό μου•

    уверенный ответ σίγουρη απάντηση.

    εκφρ.
    будь -рен – να είσαι σίγουρος (βέβαιος).

    Большой русско-греческий словарь > уверенный

  • 70 упование

    ουδ.
    ελπίδα σταθερή• προσδοκία.

    Большой русско-греческий словарь > упование

  • 71 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

  • 72 цена

    -ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.
    1. τιμή, τίμημα, αξία•

    цена товара η τιμή του εμπορεύματος•

    государственная цена κρατική τιμή•

    цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•

    снижение цен πτώση των τιμών•

    тврдая цена σταθερή τιμή.

    2. εκτίμηση.
    3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•

    спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.

    || -ой χάρη, αντί•

    добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•

    занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.

    || μτφ. σημασία•

    жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•

    какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;

    εκφρ.
    в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•
    этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•
    любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•
    - ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > цена

  • 73 σταθερός

    σταθερός, stehend, feststehend, unbeweglich, fest; ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη καλουμένη σταϑερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταϑερώτατον, die hohe Mitternacht, ϑέρος σταϑερόν, der hohe, heißeste Sommer. Vom ruhigen Meere; ἡ σταϑερή sc. γῆ, das feste Land; εὐδία, übtr. Ruhe im Staate

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > σταθερός

См. также в других словарях:

  • σταθερῇ — σταθερός standing fast fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθερή — σταθερός standing fast fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοσκόπιο — Σταθερή εικόνα με ιδιαίτερα γεωμετρικά σχήματα, την οποία εκπέμπει κάθε σταθμός τηλεόρασης στην αρχή του προγράμματος του. Το μ. επιτρέπει να ελεγχθεί η ποιότητα της εκπομπής και να ρυθμιστούν οι συσκευές λήψης. Τα γεωμετρικά σχήματα από τα οποία …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος …   Dictionary of Greek

  • εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»