-
21 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
22 интерференция
η επαλληλία, η παρεμβολή, η συμβολή, η αντικυμάτωσηустойчивая - σταθερή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерференция
-
23 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
24 калориметр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калориметр
-
25 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт
-
26 кровля
η στέγη, η σκεπή, η οροφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кровля
-
27 леер
(судовой) η χειραγωγός ράβδοςразг. το ρέλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > леер
-
28 мультивибратор
ο πολυδονητής· автоколебательный - αυτοταλαντευόμενος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мультивибратор
-
29 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
30 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
31 разворот
1. ав. η στροφ/ήдвойной восходящий - δύο συνεχόμενες - ες διαφορετικής διεύθυνσης με άνοδο και περιστροφήкрутой - κλειστή -, απότομη -(правильный вираж) οριζόντια - 360° με σταθερή ταχύτητα και κλίση2. (листа, обложки и т.п.) το άνοιγμαна - е στην εσωτερική πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворот
-
32 рейсшина
το ταύ σχεδίασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рейсшина
-
33 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
34 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
-
35 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
36 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
37 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
38 трап
I. 1. (лестница) η κλίμακαη σκάλα (ξεν.)надувной - ав. φουσκωτή -- κινδύνουпосадочный ав. - επιβίβασης2. (газонефтяной сепаратор) ο διαχωριστής αερίου από το πετρέλαιο. II.(отверстие в полу для стока воды и отвода ее в канализацию) η οπή, η τρύπα, разг. το σιφώνι, το «ποτηράκι»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трап
-
39 электропривод
η ηλεκτροκίνησηрегулируемый - ρυθμιζόμενη -, ελεγχόμενη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электропривод
-
40 намерен:ие
намерен:||иес ὁ σκοπός, ἡ πρόθεση[-ις], ἡ ἀπόφαση [-ις]:твердое \намерен:иеие ἡ σταθερή ἀπόφαση· добрые \намерен:иеия οἱ καλές διαθέσεις· он уехал с \намерен:иеием больше не возвраща́ться ἐφυγε μέ σκοπό[ν] νά μήν ἐπιστρέψει ποτέ.
См. также в других словарях:
σταθερῇ — σταθερός standing fast fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερή — σταθερός standing fast fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσκόπιο — Σταθερή εικόνα με ιδιαίτερα γεωμετρικά σχήματα, την οποία εκπέμπει κάθε σταθμός τηλεόρασης στην αρχή του προγράμματος του. Το μ. επιτρέπει να ελεγχθεί η ποιότητα της εκπομπής και να ρυθμιστούν οι συσκευές λήψης. Τα γεωμετρικά σχήματα από τα οποία … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek