-
21 συγκρισις
- εως ἥ1) сложение, соединение(σ. καὴ διάκρισις Plat., Arst.)
2) составное тело, сложное образование Arst.3) сопоставление, сравнивание, сравнение(τινός τινι Polyb.)
αἱ πρὸς ἄλληλα συγκρίσεις Arst. — взаимные сопоставления;συγκρίσει Babr. — по сравнению, сравнительно -
22 συγκροτεω
1) ударять, стучатьσ. τὼ χεῖρε Xen. — рукоплескать, Luc. всплескивать руками (в негодовании);
σ. τοὺς ὀδόντας Luc. — стучать зубами;ἀνάπαιστα σ. Luc. «жарить» анапесты2) рукоплескатьἐξελθὼν συνεκροτεῖτο Xen. — он вышел, сопровождаемый аплодисментами
3) досл. сбивать, сколачивать, перен. составлятьἀσπὴς χρυσοῦ καὴ πορφύρας πρὸς ἄλληλα μεμιγμένων συγκεκροτημένη Plut. — щит, отделанный золотом вперемежку с пурпуром;
ἐκ λόγου ὄνομα συγκεκροτημένον Plat. — слово, образовавшееся из (целого) суждения;σ. κατηγορίαν Luc. — сочинять обвинение4) устраивать, затевать(πότους Plut.)
ἥ ἔρις συγκροτεῖταί τισι Luc. — у кого-л. происходит ссора5) обучать, подготовлятьσυγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου Dem. — обученные бойцы;
τὰ πληρώματα συγκεκροτημένα Polyb. — опытные гребцы -
23 συμμετρεομαι
1) med. соразмерять, соизмерятьτὰ ἄστρα πρὸς ἄλληλα σ. ἀριθμοῖς Plat. — устанавливать числовые соотношения между небесными светилами
2) med. рассчитывать, исчислять(τὰ διανύσματα Polyb.)
σ. τέν ὥρην τῆς ἡμέρης Her. — вычислять часы суток;ξ. (τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων Thuc. — подсчитывать высоту стены по слоям кирпичей3) pass. быть соизмеряемым, исчислятьсяἦμαρ ξυμμετρούμενον χρόνῳ (sc. καθήκοντι) Soph. — день, исчисленный по отношению к потребному времени, т.е. сравнение протекшего времени с тем, которое было нужно
4) pass. быть отмериваемымτῷ μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ Soph. — проживший долгий век;
οἷς ὅ βίος ἐντελευτῆσαι (v. l. ἐνταλαιπωρῆσαι) ξυνεμετρήθη Thuc. — (те), которым суждено было закончить жизнь -
24 συμπλοκη
ἥ1) сплетение, соединение, связь, сочетание(ἀτόμων Democr. ap. Arst.; ὀνομάτων Plat.; ἁπάντων πρὸς ἄλληλα Polyb.)
κατὰ συμπλοκέν λέγεσθαι Arst. — употребляться в (грамматической) связи, т.е. в контексте2) схваткаἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη Plat. — борьба врукопашную
3) соитие Plat., Arst.4) грам. связка или союз -
25 συναφη
πολλὰς πρὸς ἄλληλα συναφὰς ἐνδιδόναι Plut. — иметь много точек взаимного соприкосновения;
αἱ πλευραὴ κατὰ τέν συναφέν κεκλιμέναι Plut. — сходящиеся стороны (треугольника) -
26 κλινω
(ῑ) (эп. aor. med. ἐκλινάμην; pass.: fut. κλιθήσομαι, aor. 1 ἐκλίθην с ῐ и ἐκλίνθην, aor. 2 ἐκλίνην с ῐ, pf. κέκλῐμαι; эп. 3 л. sing. praes. conjct. κλίνῃσι)1) склонять, наклонять(τάλαντα Hom.; τὸ πρόσωπον εἰς τέν γῆν NT.)
οὐδαμόσε κλιθῆναι Plat. — никуда не склоняться, т.е. находиться в равновесии;ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν τἀνθρώπεια погов. Soph. — (один) день (то) опускает вниз человеческие судьбы, (то) вновь поднимает (их)2) клониться, склоняться, подходить к концу(ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός Polyb.; ἥ ἡμέρα ἤρξατο κ. NT.)
τῶν πραγμάτων ἐπὴ Ῥωμαίους κεκλικότων Polyb. — так как обстоятельства складывались в пользу римлян;κ. πρὸς φυγήν Polyb. — дрогнуть и обратиться в бегство3) прислонять, приставлять, упирать(μάστιγα ποτὴ ζυγόν, σάκεα ὤμοισι Hom.)
ἀσπίσι κεκλιμένοι Hom. — опершись на щиты;ξύλα εἰς ἄλληλα κεκλιμένα Her. — прислоненные друг к другу жерди;οὐκ ἔχει ποῦ τέν κεφαλέν κλίνῃ NT. — ему некуда преклонить голову4) придвигать(ἅρματα πρὸς ἐνώπια Hom.)
5) прогибать, т.е. взламывать(κλῇθρα Soph.)
6) pass. опускаться, падать(φύλλα κεκλιμένα Hom.)
Ἀσία χθὼν ἐπὴ γόνυ κέκλιται Aesch. — асийская земля пала на колени;ἐν νεκύεοσιν κλινθήτην Hom. — (Одиссей и Диомед, увидев троянца) припали (к земле) среди трупов;ὕπτιος κλίνομαι Soph. — я падаю навзничь7) класть, укладывать(τινὰ εἰς εὐνήν Eur.)
κλίνατ΄, οὐ σθένω ποσίν Eur. — положите (меня), я не могу стоять на ногах8) pass. ложитьсяκλίνθη κεκμηώς Hom. — (Ахилл) лег усталый;
κλίθητι ἐπὴ χθονός Eur. — ляг на землю;κλιθέντες ἐδαίνυντο Her. — возлегши, (массагеты) стали пировать9) pass. быть сложенным, лежать(ἔντεα χθονὴ κέκλιτο Hom.)
10) pf. pass. быть расположенным, находиться(ἁλί Hom.; εἰς τὰς ἄρκτους Polyb.; πρὸς Φοινίκην Diod.)
11) pf. pass. обитать, житьδισσαῖς ἀπείροις κλιθείς Soph. — (Гелиос), обитающий на обоих материках12) pass. лежать в могиле, быть погребенным(Ἀλφεοῦ πόρῳ Pind.)
13) смещать, сдвигать, передвигать14) отворачивать(ὄσσα πάλιν Hom.)
ὅ δ΄ ἐκλίνθη Hom. — он же увернулся (от удара)15) поворачиватьκ. μάχην Hom. — изменять ход сражения
16) отражать, отбрасывать, обращать в бегство(Τρῶας Hom.; παρεμβολὰς ἀλλοτρίων NT.)
17) поворачиватьсяκ. ἐπ΄ или παρ΄ ἀσπίδα Polyb. — поворачиваться в сторону щита, т.е. налево;
κ. ἐπὴ δόρυ Polyb. — поворачиваться в сторону копья, т.е. направо -
27 εξεταζω
(fut. ἐξετάσω и ἐξετῶ, aor. ἐξήτασα, pf. ἐξήτακα: pass.: pf. ἐξήτασμαι, aor. ἐξητάσθην)1) рассматривать, исследовать, испытывать(περί τινος Plat. и τι Arph., Plat., Arst., Dem., Polyb.)
πρὸς τὸ πάνθ΄ ὑφ΄ ἑαυτῷ ποιήσασθαι τοὺς λογισμοὺς ἐ. Dem. — рассматривать все с точки зрения эгоистических целей2) воен. производить (о)смотр, осматривать(τέν συμμαχίαν Thuc.; τὸν στρατόν Plut.; ἥ δύναμις ἐξητασμένη Dem.)
3) (рас)спрашиватьἐάν τίς δε ταῦτα ἐξετάζῃ, τί ἐρεῖς ; Plat. — если кто-л. спросит тебя об этом, что ты ответишь?
4) подвергать допросу, допрашивать(ἐ. καὴ ἐλέγχειν τινά Plat.; οἰκέται ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζόμενοι Dem.)
5) сопоставлять, сравнивать(παρ΄ ἄλληλά τι καί τι Dem.; τοὺς λόγους παρ΄ ἀλλήλους Isocr.)
6) (путем исследования) устанавливать, обнаруживать, выявлять(τοὺς κακούς τε κἀγαθούς Xen.; τοὺς χρηοίμους τῷ δήμῳ Dem.)
τὰ ὀνείδη ἐξετασθήσεται Dem. — эти позорные деяния будут раскрыты;ἐὰν μέ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις Plat. — если окажется, что он не присутствовал на собраниях7) pass. (по)являться(πανταχοῦ Dem.)
8) обозревать, перечислять(τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.; τινάς Dem.)
9) pass. причисляться, относиться, принадлежать(τῶν ἐχθρῶν и μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων Dem.; ἐν τοῖς ἱππικοῖς Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως … Dictionary of Greek
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
συννεύω — ΜΑ [νεύω] 1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν. β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.) 2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν… … Dictionary of Greek
ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
παραμαρμαίρω — Α λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»] … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek
συμφυΐα — η, ΝΜΑ [συμφυής] 1. η ιδιότητα τού συμφυούς 2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση νεοελλ. (μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε… … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek