-
21 polityka
πολιτική -
22 политика
политика ж η πολιτική· мирная \политика η πολιτική ειρήνης· агрессивная \политика η επιθετική (или επιδρομική) πολιτική· внешняя (внутренняя)*\политика η εξωτερική ( εσωτερική) πολιτική* * *жη πολιτικήми́рная поли́тика — η πολιτική ειρήνης
агресси́вная поли́тика — η επιθετική ( или επιδρομική) πολιτική
вне́шняя (вну́тренняя) поли́тика — η εξωτερική (εσωτερική) πολιτική
-
23 политика
политикаж ἡ πολιτική:внешняя \политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· внутренняя \политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· теку́щая \политика ἡ τρέχουσα πολιτική· Новая экономическая \политика (НЭП) ἡ νέα οίκονομική πολιτική. -
24 политика
-и θ.1. η πολιτική•мирная ειρηνόφιλη πολιτική•
агрессивная политика επιθετική πολιτική•
внутренняя и внешняя -εσωτερική και εξωτερική πολιτική•
текущая политика η τωρινή (τρέχουσα) πολιτική•
он не интересуется -ой αυτός δεν ενδιαφέρεται για τα πολιτικά.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ενέργειας, χειρισμού κ.τ.τ.3. επαναστατική δουλειά, συμμετοχή στο επαναστατικό κίνημα. -
25 гражданский
επ.1. πολιτικός• αστικός•-ие законы πολτική δικονομία•
-ое право αστικό δίκαιο•
гражданский кодекс αστικός κώδικας•
гражданский долг το χρέος του πολίτη•
акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•
-ие власти οι πολιτικές αρχές•
гражданский иск πολιτική αγωγή.
2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•-ая служба πολιτική υπηρεσία•
гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•
-ое платье πολιτική ενδυμασία.
3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•гражданский брак πολιτικός γάμος.
εκφρ.- ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων). -
26 πολιτικός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. политический;πολιτική γεωγραφία (οίκονομία) — политическая география (экономия);
πολιτικοί άνδρες — политические деятели;
πολιτικό γραφείο — политбюро;
πολιτικός θάνατος — политическая смерть;
πολιτικός κρατούμενος — или πολιτικ κατάδικος юр. — политический заключённый;
πολιτικό αδίκημα ( — или εγκλημα) — политическое преступление;
2) гражданский (в разн. знач); штатский;πολιτικά δικαιώματα — гражданские права;
πολιτική αγωγή юр. — гражданский иск;
πολιτικός γάμος — гражданский брак;
πολιτική άμυνα — гражданская оборона;
ντυμένος πολιτικά — одетый в штатское, в гражданской одежде;
πολιτικός μηχανικός — инженер по гражданскому строительству;
3) дипломатичный; политичный (разг);πολιτικώτατη απάντηση — очень политичный ответ;
2. (ο) политик, политический деятель -
27 πολῑτικός
πολῑτικός, den Bürger betreffend, bürgerlich; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; στράτευμα, aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch μάγειρος πολιτικός im Ggstz des ἐκτόπιος, Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια ϑηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ πολιτικός, der Staatsmann, Plat. defin. 415 c πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιϑυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; τέχνη, Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς βίος, Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ χώρα, ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Ueberh. in Beziehung auf das Leben im Staate, öffentlich, λόγος u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον κτῆμα, Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
-
28 внешнеполитический
внешнеполитический: \внешнеполитическийкурс η εξωτερική πολιτική* * *внешнеполити́ческий курс — η εξωτερική πολιτική
-
29 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
30 внутренний
внутренний и εσωτερικός' \внутреннийяя политика η εσωτερική πολιτική* * *вну́тренняя поли́тика — η εσωτερική πολιτική
-
31 миролюбивый
миролюбивый ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός· \миролюбивыйые народы οι φιλειρηνικοί λαοί* \миролюбивыйая политика η φιλειρηνική πολιτική* * *ειρηνόφιλος, φιλειρηνικόςмиролюби́вые наро́ды — οι φιλειρηνικοί λαοί
миролюби́вая поли́тика — η φιλειρηνική πολιτική
-
32 невмешательство
невмешательство с η μη ανάμιξη, η μη επέμβαση* политика \невмешательствоа η πολιτική της μη επέμβασης* * *сη μη ανάμιξη, η μη επέμβασηполи́тика невмеша́тельства — η πολιτική της μη επέμβασης
-
33 последовательный
последовательный συνεπής· λογικός (логичный)· \последовательныйая политика η συνεπής πολιτική* * *συνεπής; λογικός ( логичный)после́довательная поли́тика — η συνεπής πολιτική
-
34 просвещение
просвещение с η διαφώτιση, η μόρφωση, η παιδεία· политическое \просвещение масс η πολιτική διαφώτιση του λαού* * *сη διαφώτιση, η μόρφωση, η παιδείαполити́ческое просвеще́ние масс — η πολιτική διαφώτιση του λαού
-
35 разрядка
разрядка ж полит· η ύφεση· \разрядка международной напряжённости η ύφεση της διεθνούς έντασης' политика \разрядкаи напряжённости η πολιτική κατευνασμού* * *ж полит.η ύφεσηразря́дка междунаро́дной напряжённости — η ύφεση της διεθνούς έντασης
поли́тика разря́дки напряжённости — η πολιτική κατευνασμού
-
36 ситуация
ситуация ж η κατάσταση политическая \ситуация η πολιτική κατάσταση* * *жη κατάστασηполити́ческая ситуа́ция — η πολιτική κατάσταση
-
37 неграмотность
негра́мотн||остьж1. ἡ ἀγραμματωσύ-νη·2. перен (в чем-л.) ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀγνοια:политическая \неграмотность ἡ πολιτική ἀγραμ-ματωσύνη, ἡ πολιτική ἀμάθεια. -
38 курс
-а α.1. κατεύθυνση, πορεία•держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.
2. βασική πολιτική κατεύθυνση•курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.
3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.
5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.
|| οι φοιτητές•второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.
6. θεραπεία•курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.
7. αξία, τιμή•биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.
8. σχολή• μαθήματα•-ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•
-ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.
εκφρ.быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον. -
39 политический
επ.πολιτικός•политический режим πολιτικό καθεστώς•
политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•
политический деятель πολιτικός παράγοντας•
-ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•
-ие события πολιτικά γεγονότα•
-ие партии πολιτικά κόμματα•
политический преступник πολιτικός εγκληματίας•
-ие права πολιτικά δικαιώματα•
-ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).
-
40 πολιτικός
A of, for, or relating to citizens, ;οἶκοι Isoc.2.21
; αἱ π. λειτουργίαι, opp. αἱ τῶν μετοίκων, D.20.18; π. κοινωνία, βίος, Arist.Pol. 1252a7, 1254b30;π. νόμος IG9
(1).32.22 (Stiris, ii B. C.), PHal.1.79, cf. PPetr.3p.49 (iii B. C.), Mitteis Chr. 31 vii 9 (ii B. C.); π. χώρα, Lat. ager publicus, Plb.6.45.3;παῖδες π. IG14.748
([place name] Naples); χορὸς π. ib.7.1776 ([place name] Helice); at Rome, π. στρατηγία office of praetor urbanus (i. e. qui inter cives ius dicit), Plu.Brut. 7. Adv. -κῶς, κινεῖν bring a civil action, Cod.Just.4.20.13.1.c πολιτικός, ὁ, official, PTeb.208 (i B. C.), Sammelb. 286 (pl.), POxy. 34 iii 10 (pl., ii A. D.), etc.2 befitting a citizen, civic, civil,ἰσονομία Th.3.82
;σχῆμα π. τοῦ λόγου Id.8.89
;ἀγῶνες X.Mem.2.6.26
;π. ἀρετή Id.Lac. 10.7
; ἡ -ωτάτη ἔρις ib.4.5; τὰ πολιτικά civil affairs, opp. τὰ πολεμικά, Id.Eq.2.1, cf. Hier.9.5; more constitutionly,Arist.
Pol. 1305b10; π. ἀρχή, opp. δεσποτική, ib. 1254b4; observant of social order, Plb.34.14.2. Adv. -κῶς, ἔχειν act like a citizen, in a constitutional manner, Isoc.4.79; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ib. 151;οὐκ ἴσως οὐδὲ π. D.10.74
; οὕτω.. ἀρχαίως εἶχον, μᾶλλον δὲ π. the Greek states were so much like members of one state, Id.9.48; π. ἄρχειν, opp. βασιλικῶς, Arist.Pol. 1259b1; opp. δεσποτικῶς, ib. 1324a37; of animals, more socially,Id.
HA 589a2: hence,b civil, courteous, Plb.23.5.7. Adv. civilly, courteously,πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν Id.18.48.7
.3 consisting of citizens or of one's fellow-citizens, τὸ πολιτικόν the community, Hdt.7.103, cf. Th.8.93; τὸ π. στράτευμα, opp. τὸ τῶν συμμάχων, X.HG4.4.19: without στράτευμα, ib.5.3.25, etc.;αἱ π. δυνάμεις Aeschin.3.98
; opp. οἱ σύμμαχοι, D.18.237, cf. 9.48; π. δικαστήριον a court composed of locally appointed citizens, opp. ξενικὸν δ. (one composed of foreigners invited from abroad), SIG306.28 (Tegea, iv B. C.), 976.9 (Samos, ii B. C.);οἱ π. ἱππεῖς καὶ πεζοί Plb.1.9.4
, cf. D.S.19.106; τὰ π. σώματα prob. cj. for τὰ πολεμικὰ σ. in Plb.4.52.7, cf. SIG588.64 (Milet., ii B. C.);σῶμα π. IG12(7).386.25
(Aegiale, iii B. C.); οἱ π., = οἱ πολῖται, ib.22.2316.54.4 living in a community,ἄνθρωπος φύσει π. ζῷον Arist.Pol. 1253a3
;πολιτικὰ δ' ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων τὸ ἔργον Id.HA 488a7
; also, fit for, characteristic of, free government, Id.Pol. 1287b38, 1294b1; πλῆθος ib. 1288a12.5 secular, opp. ecclesiastical, (Beroea, iii B. C.), cf. 526.35 (Itanus, iii B. C.), OGI267.29 (Pergam., iii B. C.); οἱ π. the laity, Lyd. Mens.3.10.II of or befitting a statesman, statesmanlike,δεινότητες Nausiph.2
; ψυχαὶ -ώτεραι, opp. οἰκονομικώτεραι, X.Cyr.2.2.14, cf. Pl.Alc.1.133e; the statesman,Arist.
Pol. 1252a7, 1274b36, 1276a34; also, title of a dialogue by Plato.III belonging to the state or its administration, political,οἰκείων καὶ π. ἐπιμέλεια Th. 2.40
;τέχνη π. Democr.157
, Pl.Prt. 319a, Grg. 521d; ἡ π. ἐπιστήμη, ἡ π., the science of politics, opp. οἰκονομική, βασιλική, Id.Plt. 259c, 303e (in Arist. politics includes ethics, EN 1094b11, Rh. 1356a27, and is divided into πολιτική (proper) καὶ οἰκονομία καὶ φρόνησις, EE 1218b13, cf. EN 1141b23 sq.);π. πράγματα Isoc.4.113
; ; ; λόγος, title of work by Antipho Soph., Hermog.Id.2.11, etc.; τὰ π. public matters,γνῶναι Th.2.40
, cf. 6.15,89;πράττειν τὰ π. Pl.Grg. 521d
, cf. Ap. 31d, etc.; but τὰ π. βλάπτειν prejudice the weal of the state, Id.R. 407d.2 civil, municipal, opp. natural or general,οὐ γὰρ ἐκ π. αἰτίας D.21.218
.IV generally, having relation to public life, political, public, opp. κατ' ἰδίας, Th.8.89;π. τιμαί X.Mem.2.6.24
; λόγοι civil oratory, Isoc.15.46, D.H.Comp.1, al.;τίς π. καὶ κοινὴ βοήθεια; D.18.311
. Adv. [comp] Comp. -ώτερον, litteraeπ.
scriptaeCic.
Att.5.12.2.V suited to a citizen's common life, ordinary,κάνναθρον X.Ages.8.7
; belonging to common usage,τῶν ὀνομάτων τὰ π. Isoc.9.10
; drawn from ordinary life,παραδείγματα Gal.5.221
; τὰς π... χρείας [τοῦ σκέλους] ordinary, opp. wrestling and dancing, Id.2.299; ὁ π., opp. ὁ ποιητής, Phryn.45. Adv. -κῶς, λέγειν, opp. ῥητορικῶς, Arist.Po. 1450b7; ;ἑρμηνεύειν Gal.18(1).415
.VI πολιτική, ἡ, concubine, mistress, PGrenf.2.73 (iii A. D.), POxy.903.37 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτικός
См. также в других словарях:
πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… … Dictionary of Greek
πολιτική — η 1. η τέχνη να κυβερνάς ένα κράτος: Η πολιτική θέλει έμπειρους πολιτικούς. 2. ο τρόπος χειρισμού κρατικών υποθέσεων, αλλ. πρόγραμμα: Συζητήθηκε στη βουλή η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. 3. επιτήδεια ενέργεια ή συμπεριφορά: Στις σχέσεις με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικῇ — πολῑτικῇ , πολιτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτική — πολῑτική , πολιτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… … Dictionary of Greek
La sal de la vida — Πολίτικη Κουζίνα (Polítike kouzína), Bir Tutam Baharat 200px Título La sal de la vida / Un toque de Canela Ficha técnica Dirección Tassos Boulmetis Música Evan … Wikipedia Español
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
πανασιατισμός — Πολιτική κίνηση που αποβλέπει στην ένωση των ασιατικών κρατών για την κοινή αντιμετώπιση των επεκτατικών βλέψεων εξωασιατικών δυνάμεων. Πριν από τον τελευταίο πόλεμο, την ηγεσία του π. είχε η Ιαπωνία. Μετά τον πόλεμο ωστόσο, ο π., δεν… … Dictionary of Greek
παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… … Dictionary of Greek