-
121 θέση
[-ις (-εως)] η1) место;πιάνω θέση — занимать место;
αλλάζω θέση — пересаживаться;
βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;
όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;
λάβετε θέσεις! — по местам!;
2) положение, расположение, местоположение;βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;
η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);
3) положение, состояние; ситуация;βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;
4) прям., перен. позиция;πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;
παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;
παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;
ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;
αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;
5) долж- ность, место; положение;η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;
διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;
τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;
6) класс, разряд;βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;
7) положение, тезис;θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;
θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;
8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;
9) диссертация;§ έργο με θέση — социально направленное произведение;
είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);
δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;
αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;
τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;
στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;
βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;
θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению
-
122 θύρα
η дверь; ворота;§ κεκλεισμένων (ανοικτών) των θύρών — при закрытых (открытых) дверях;
πολιτική (των) ανοιχτών θύρών — политика открытых дверей;
προ των θύρών — очень близко
-
123 ισχύς
(-ύος) η1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;
η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;
στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;
2) влияние, могущество;3) юр. действие, действительность; законность, сила;ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;
τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;
η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;
θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);
αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
4) физ. мощность;κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;
ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт
-
124 καιροσκοπικές
η, ό[ν] определяемый конъюнктурой; выжидательный;оппортунистический;καιροσκοπικέςή πολιτική — оппортунистическая политика
-
125 κατευνασμός
ο успокоение, смягчение, ослабление; умиротворение;πολιτική κατευνασμού — политика разрядки напряжённости
-
126 κονίστρα
η прям., перен. арена;βγαίνω ( — или εμφανίζομαι) στην πολιτική κονίστρα — выходить на политическую арену
-
127 μάστορας
-
128 νιόβγαλτος
η, ο неопытный; новоиспечённый;νιόβγαλτος ακόμη στην πολιτική — он ещё новичок в политике;
νιόβγαλτος φοιτητής — новоиспечённый студент
См. также в других словарях:
πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… … Dictionary of Greek
πολιτική — η 1. η τέχνη να κυβερνάς ένα κράτος: Η πολιτική θέλει έμπειρους πολιτικούς. 2. ο τρόπος χειρισμού κρατικών υποθέσεων, αλλ. πρόγραμμα: Συζητήθηκε στη βουλή η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. 3. επιτήδεια ενέργεια ή συμπεριφορά: Στις σχέσεις με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικῇ — πολῑτικῇ , πολιτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτική — πολῑτική , πολιτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… … Dictionary of Greek
La sal de la vida — Πολίτικη Κουζίνα (Polítike kouzína), Bir Tutam Baharat 200px Título La sal de la vida / Un toque de Canela Ficha técnica Dirección Tassos Boulmetis Música Evan … Wikipedia Español
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
πανασιατισμός — Πολιτική κίνηση που αποβλέπει στην ένωση των ασιατικών κρατών για την κοινή αντιμετώπιση των επεκτατικών βλέψεων εξωασιατικών δυνάμεων. Πριν από τον τελευταίο πόλεμο, την ηγεσία του π. είχε η Ιαπωνία. Μετά τον πόλεμο ωστόσο, ο π., δεν… … Dictionary of Greek
παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… … Dictionary of Greek